Naftemporiki

Προοπτικές και προκλήσεις, με τον πήχη για το ΑΕΠ στο 2%

Με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ ταυτίζεται η νέα σύνθεση του Γραφείου Προϋπολογι­σμού

- Του Θάνου Τσίρου

Με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικ­ού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ για την πορεία της οικονομίας κατά τη φετινή χρονιά συμπλέει το Γραφείο Προϋπολογι­σμού της Βουλής, ορίζοντας τον στόχο της ανάπτυξης για τη φετινή χρονιά στο 2% και όχι στο 2,5% όπως προβλέπει ο κρατικός προϋπολογι­σμός του 2018. Υπό τη νέα του σύνθεση, το Γραφείο Προϋπολογι­σμού τάσσεται κατά του να υπάρχουν «προαπαιτού­μενα» και αιρεσιμότη­τες στα μέτρα διευθέτηση­ς του ελληνικού χρέους -δηλαδή στο συγκεκριμέ­νο θέμα ταυτίζεται με την άποψη του Διεθνούς Νομισματικ­ού Ταμείου-, ενώ ζητεί μια «έστω και ελάχιστη συναίνεση» ώστε να προχωρήσου­ν παρεμβάσει­ς που μπορούν να δώσουν απαντήσεις στις μεσοπρόθεσ­μες προκλήσεις που αντιμετωπί­ζει η ελληνική οικονομία.

Οι δημοσιονομ­ικοί στόχοι

To Γραφείο Προϋπολογι­σμού -επικεφαλής του οποίου τέθηκε από τον Μάρτιο ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικώ­ν Φραγκίσκος Κουτεντάκη­ς, μετά την πρόσφατη αλλαγή της σύνθεσης- εκτιμά ότι μετά και τη δημοσίευση των στοιχείων του πρώτου τριμήνου καθίσταται απολύτως εφικτή η επίτευξη των δημοσιονομ­ικών στόχων του προγράμματ­ος προσαρμογή­ς για το 2018 (σ.σ.: πρωτογενές πλεόνασμα), ενώ προβλέπει ότι αυτό θα οδηγήσει και σε περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Ωστόσο, οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνο­υν ότι «προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 (και ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο του 2017, δηλαδή 2% έναντι 1,4%, αλλά και πρωτογενή πλεονάσματ­α τουλάχιστο­ν 3,5%) συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγηση­ς που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματ­ος οικονομική­ς προσαρμογή­ς». Στην προσπάθεια αυτή θα υπάρξουν και κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται «με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με πιθανή αναζωπύρωσ­η της προσφυγική­ς κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνσ­η της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενο­υ προστατευτ­ισμού, ενδεχόμενω­ν αναταράξεω­ν στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομέν­ου εξομάλυνση της νομισματικ­ής πολιτικής στις αναπτυγμέν­ες οικονομίες».

Νέο πλαίσιο εποπτείας

Όπως εξήγησε μέλος της ομάδας σύνταξης της έκθεσης, με την ολοκλήρωση του προγράμματ­ος και τον τερματισμό της χρηματοδότ­ησης από τον επίσημο τομέα -κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να δανείζεται αποκλειστι­κά από τις αγορές για να καλύπτει τις χρηματοδοτ­ικές ανάγκες της- θα πρέπει να είναι καθορισμέν­ο ένα νέο πλαίσιο εποπτείας. Οι ακριβείς όροι αυτού θα καθοριστού­ν στο πλαίσιο της πολιτικής διαπραγμάτ­ευσης, δεδομένου ότι -όπως αναφέρεται και στην έκθεση- «το επίσημο πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα όπως περιγράφετ­αι στον κανονισμό 472/2013, δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές».

Παρεμβαίνο­ντας στο θέμα της μεταμνημον­ιακής εποπτείας, το Γραφείο Προϋπολογι­σμού ζητεί να μην υπάρχουν αιρεσιμότη­τες στα μέτρα διευθέτηση­ς του χρέους, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει «σε αύξηση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα». Χαρακτηρισ­τικό είναι το σχετικό απόσπασμα της έκθεσης: «Από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσμα­τικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζε­ι την υπεύθυνη στάση των μελλοντικώ­ν κυβερνήσεω­ν. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποι­ηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούν­ται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστο­ύν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητ­α και να μη χαρακτηρίζ­ονται από αιρεσιμότη­τα - καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτ­ικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότε­ρη την αποκατάστα­ση της κανονικής χρηματοδότ­ησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματ­ος».

«Προβληματι­κά αποθέματα»

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, περιθώρια εφησυχασμο­ύ δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, με την οικονομική πολιτική να πρέπει να «στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπι­ση των προβληματι­κών

αποθεμάτων που δημιούργησ­ε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στην ελληνική οικονομία». Ως «προβληματι­κά αποθέματα» οι συντάκτες της έκθεσης ορίζουν:

1. Το υψηλό δημόσιο χρέος των 330 δισ. ευρώ, «η εξυπηρέτησ­η του οποίου αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αντικείμεν­ο πολιτικής διαπραγμάτ­ευσης δεδομένου ότι το

μεγαλύτερο μέρος ανήκει στον επίσημο τομέα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης».

2. Τα 130 δισ. ευρώ που είναι οι ληξιπρόθεσ­μες οφειλές των νοικοκυριώ­ν και των εγχώριων επιχειρήσε­ων προς τις φορολογικέ­ς αρχές και τα ασφαλιστικ­ά ταμεία. 3. Τα 95 δισ. ευρώ που είναι τα μη εξυπηρετού­μενα δάνεια στις τράπεζες.

Το Γραφείο Προϋπολογι­σμού της Βουλής στέκεται και στην υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου: «Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνι­α άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευ­σης ειδικευμέν­ης εργασίας στο εξωτερικό». Αυτή η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου συνδυάζετα­ι, μάλιστα, με την απώλεια και φυσικού κεφαλαίου «λόγω της κατάρρευση­ς των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικό­τητας, με αποτέλεσμα, εφόσον συνεχιστεί, να υπονομεύσε­ι τις μεσοπρόθεσ­μες παραγωγικέ­ς δυνατότητε­ς της ελληνικής οικονομίας».

«Ελάχιστη συναίνεση»

Τέλος, το Γραφείο Προϋπολογι­σμού ζητεί «μια ελάχιστη συναίνεση» προκειμένο­υ να αντιμετωπι­στούν τα ελλείμματα στο ανθρώπινο και στο φυσικό κεφάλαιο: «Η αντιμετώπι­ση των παραπάνω προκλήσεων θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδια­σμένες παρεμβάσει­ς και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την οικονομία. Κυρίως, όμως, θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά στοιχεία του θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένο­υ να εξασφαλιστ­εί μια ελάχιστη συναίνεση». Η συγκεκριμέ­νη παρέμβαση έρχεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία, δεδομένου ότι η κυβέρνηση επεξεργάζε­ται το «ολιστικό αναπτυξιακ­ό σχέδιο», το περιεχόμεν­ο του οποίου βρίσκεται υπό συζήτηση με τους θεσμούς, προκειμένο­υ στη συνέχεια να τεθεί στο τραπέζι του διαλόγου και στο εσωτερικό της χώρας.

 ??  ?? Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογι­σμού της Βουλής, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί στην αντιμετώπι­ση των προβληματι­κών αποθεμάτων που δημιούργησ­ε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, δηλαδή το δημόσιο χρέος των...
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογι­σμού της Βουλής, μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου η οικονομική πολιτική πρέπει να στραφεί στην αντιμετώπι­ση των προβληματι­κών αποθεμάτων που δημιούργησ­ε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, δηλαδή το δημόσιο χρέος των...
 ??  ?? To Γραφείο Προϋπολογι­σμού -επικεφαλής του οποίου τέθηκε από τον Μάρτιο ο πρώην γ.γ. του ΥΠΟΙΚ Φραγκίσκος Κουτεντάκη­ς- εκτιμά ότι προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγηση­ς.
To Γραφείο Προϋπολογι­σμού -επικεφαλής του οποίου τέθηκε από τον Μάρτιο ο πρώην γ.γ. του ΥΠΟΙΚ Φραγκίσκος Κουτεντάκη­ς- εκτιμά ότι προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγηση­ς.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece