Χωρίς «ναι μεν, αλλά…»
Είναι αυτονόητη η καταδίκη του ξυλοδαρμού, της απόπειρας λιντσαρίσματος, του δημάρχου Θεσσαλονίκης, το απόγευμα του Σαββάτου, μπροστά στον Λευκό Πύργο. Η σωματική βία είναι εκτός πλαισίου νομιμότητας σε μια δημοκρατία, όταν μάλιστα ασκείται από πολλούς σε βάρος ενός, ο οποίος είναι 77 ετών, τότε δεν είναι απλώς παράνομη και καταδικαστέα, αλλά και άνανδρη, φασιστική και τραμπούκικη. Τελεία. Παράγραφος. Χωρίς «ναι μεν, αλλά…». Αυτό που δεν είναι αυτονόητο και προκάλεσε εντύπωση και ερωτηματικά είναι η αίσθηση ανημπόριας που εξέπεμπαν έναντι των δραστών οι ελάχιστοι αστυνομικοί που ήταν παρόντες στην επίθεση - λες και είχαν αποδεχθεί ότι συνέβαινε κάτι αναμενόμενο και μοιραίο.
Όπως αυτονόητη δεν είναι και η αντίδραση των εκατοντάδων συγκεντρωμένων στις εκδηλώσεις μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων που έβλεπαν απαθείς 10-15 άτομα να χτυπούν με μπουνιές και κλοτσιές έναν ηλικιωμένο άνθρωπο υπήρχαν και αρκετοί που... τραβούσαν βίντεο. Μόνο ένας έσπευσε να τον προστατεύσει, εκτός φυσικά από τον άνθρωπο της προσωπικής του φρουράς και τη γενναία πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Καλυψώ Γούλα, που έμειναν βράχοι δίπλα του σε όλη τη διάρκεια της επίθεσης. Γιατί τέτοια απάθεια; Γιατί δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ανθρώπινο από το πολιτικό; Το θέμα δεν είναι αν ο Μπουτάρης είναι καλός ή κακός δήμαρχος. Δεν είναι αν συμφωνεί κανείς με όσα λέει -ορισμένα πράγματι ακραία και κατά πολλούς πρσοβλητικά- για τον Κεμάλ, τους Τούρκους, τη Μακεδονία και τα Σκόπια. Είναι γιατί δεν κατανοούμε ότι η απάντηση στις δημοκρατίες δίνεται στην κάλπη και μόνο εκεί. Και μετά τα προχθεσινά, ο Γιάννης Μπουτάρης, η δημαρχία του οποίου βρισκόταν σε καθοδική πορεία, αναβαπτίστηκε ως «το πρόσωπο της προόδου στη Θεσσαλονίκη», αποκτώντας πάλι προβάδισμα για την επόμενη κάλπη. Γιατί όταν το δίλημμα είναι δημοκρατία ή φασισμός, τα σκουπίδια, οι πλημμύρες και οι αλατιέρες αυτομάτως πηγαίνουν -πολύ καλώς- σε δεύτερο πλάνο…