Ταχύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων ζητεί η ΤτΕ
Ζωτικής σημασίας για επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης η συρρίκνωση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων
Νυπολείπονται α προχωρήσουν όλα όσα
θεσμικά για να διευκολυνθούν οι τράπεζες στη μείωση των «κόκκινων» δανείων, καθώς και να τρέξει η δευτερογενής αγορά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι όσα σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος για το θέμα αυτό στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος Μάιος 2018», που δημοσιοποιήθηκε χθες. Η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι ζωτικής σημασίας για την επανεκκίνηση της πιστωτικής επέκτασης και ταυτόχρονα της οικονομικής ανάπτυξης στη χώρα, παράλληλα όμως και για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του επιχειρηματικού μοντέλου των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, όπως παρατηρεί η ΤτΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα υπέβαλαν φιλόδοξους επιχειρησιακούς στόχους για δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 38% εντός των επόμενων τριάμισι ετών, η επίτευξη όμως των οποίων δεν αναμένεται να αποβεί εις βάρος της φερεγγυότητάς τους.
Η ΤτΕ καλεί τις ελληνικές τράπεζες να επιταχύνουν τις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου να συνεχιστεί η πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως και το 2017.
Τα υψηλά επίπεδα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις (coverage ratio), που για την ίδια περίοδο διαμορφώνεται σε περίπου 49%, παρέχουν στα πιστωτικά ιδρύματα ένα κεφαλαιακό περιθώριο (capital buffer) το οποίο δυνητικά θα επιτρέψει ακόμη πιο δραστικές ενέργειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εάν αυτό κριθεί αναγκαίο ή επιθυμητό. Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχής έκβαση του καθορισμένου οδικού χάρτη τελεί υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση η υλοποίηση των προβλεπόμενων στη νέα σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ενεργειών για την άρση κάθε είδους εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Η ΤτΕ κρίνει ως απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα αφορούν:
Τη βελτίωση των υποδομών και της εξειδικευμένης τεχνογνωσίας του δικαστικού συστήματος.
Την παροχή χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης και συμβουλευτικής υποστήριξης σε (υπερχρεωμένα) νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες.
Την επίλυση χρόνιων ζητημάτων που σχετίζονται με τη φορολογική μεταχείριση διαγραφών και σχηματισμού προβλέψεων τόσο για τους δανειζόμενους όσο και για τους δανειστές.
Οι παραπάνω δράσεις αποτελούν σημαντικούς παράγοντες βελτίωσης του πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά μόνο συνδυαστικά με την ανάσχεση της ύφεσης και τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης θα λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει σημαντική αποκλιμάκωση του μεγέθους του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος Μάιος 2018», της ΤτΕ, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών σε συνδυασμό με την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Οι ελληνικές τράπεζες περιόρισαν τις ζημίες μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων ύψους 476 εκατ. ευρώ, έναντι 2.635 εκατ. ευρώ το 2016. Αντίστοιχα, υποχώρησαν και τα έξοδα για τόκους, εξαιτίας της συνεχιζόμενης μείωσης της χρηματοδότησης από τον ELA. Ωστόσο, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά 27 μονάδες βάσης το 2017 σε σχέση με το 2016 και διαμορφώθηκε σε 2,6%, παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην Ε.Ε.
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σημαντική αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια του 2017. Συνολικά η μείωση είναι της τάξεως του 10% (ή 10,66 δισ. ευρώ) από την αρχή του έτους και 12% ή 13 δισ. ευρώ σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016.
Τέλος, σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών.