Οι αγορές αντέχουν την πολιτική αστάθεια όσο υπάρχει ανάπτυξη
Ιταλία, Ισπανία ή Ελλάδα μπορεί να μην κατάφεραν να κλονίσουν τους επενδυτές, αλλά οι φόβοι του εμπορικού πολέμου παραμένουν
Είναι γεγονός πως η ροή των ειδήσεων από τη διεθνή πολιτική σκακιέρα δικαιολογεί τη μεταβλητότητα που έχει εγκατασταθεί στην παγκόσμια κεφαλαιαγορά. Αλλά επίσης γεγονός είναι, πως παρά τα χρόνια που διαρκεί η άνθηση των χρηματιστηρίων και ενώ οι κίνδυνοι που έχουν εμφανιστεί είναι διαφορετικοί από το 2008, οι επενδυτές δεν μειώνουν αποφασιστικά τις τιμές των βασικών δεικτών στα μεγάλα χρηματιστήρια του πλανήτη. Καθώς όπως έχουμε αναφέρει οι ενδείξεις για μια επικείμενη ύφεση παγκοσμίων διαστάσεων παραμένουν αδύναμες, ενώ συνεχίζουν τα μακροοικονομικά δεδομένα να υπογραμμίζουν την ύπαρξη ανάπτυξης, έστω και με χαμηλούς ρυθμούς.
Ο τρέχων κύκλος της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ συμπλήρωσε βίο 107 μηνών. Αυτό τον καθιστά τον δεύτερο μεγαλύτερο από τις προηγούμενες οκτώ περιόδους διαρκούς ανάπτυξης από το 1959 ως τώρα. Η σημερινή οικονομική επέκταση έχει διαρκέσει τόσο πολύ, κυρίως επειδή ήταν σχετικά αργή. Μέχρι στιγμής, δεν υπήρξε μια έκρηξη, η οποία στο παρελθόν προετοίμαζε συχνά το σκηνικό για μια επακόλουθη κατάρρευση. Θα γίνει ο μακρύτερος κύκλος επέκτασης αν συνεχιστεί ως τον Ιούλιο του επόμενου έτους.
Τα επιτόκια της Fed και η οικονομία των ΗΠΑ
Οι αξιωματούχοι της Fed συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τη συρρίκνωση του ισολογισμού της και τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων των ομοσπονδιακών κεφαλαίων ως νομισματική «εξομάλυνση». Ωστόσο, οι επενδυτές την αντιλαμβάνονται ως νομισματική σύσφιγξη που θα επιδράσει αρνητικά στο σώμα των υποψήφιων δανειοληπτών. Η αύξηση του επιτοκίου των ομοσπονδιακών κεφαλαίων από το μηδέν στο 1,50%1,75% από τα τέλη του 2015, μπορεί να φαίνεται σχετικά αβλαβής, αλλά μετά από επτά χρόνια που ήταν στο μηδέν σχεδόν, από τα τέλη του 2008 έως τα τέλη του 2015, αποδεικνύεται πως είναι μάλλον μεγάλη υπόθεση.
Οι μεγάλες περίοδοι άφθονης φθηνής πίστωσης συνήθως ενθαρρύνουν τις κερδοσκοπικές υπερβολές, ιδίως μεταξύ των δανειοληπτών που εκδίδουν σχετικά βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα που μπορεί να χρειαστεί να αναχρηματοδοτηθούν με απροσδόκητα υψηλότερα επιτόκια. Η ιστορία δείχνει ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα αυξανόμενα επιτόκια έχουν συχνά προκαλέσει μια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία μετατράπηκε σε ύφεση. Αυτή τη φορά, πολλά χρήματα έχουν αντληθεί από την αγορά εταιρικών ομολόγων των ΗΠΑ. Από το 4ο τρίμηνο του 2008 έως το 4ο τρίμηνο του 2017, τα εταιρικά ομόλογα εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα που εκκρεμούν, αυξήθηκαν κατά 2,4 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ύψος ρεκόρ 5,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μπορεί αυτή να είναι η ακούσια συνέπεια της καλοπροαίρετης διαδικασίας ομαλοποίησης από την πλευρά της Fed; Για την ώρα η εικόνα της οικονομίας των ΗΠΑ δεν εμφανίζει σημάδια που να δείχνουν μια επερχόμενη ύφεση. Πρέπει να ψαχτούν πολύ βαθιά τα στοιχεία για την απασχόληση του Μαΐου για να βρεθεί κάτι που να μοιάζει κατ’ ελάχιστο με άσχημα νέα για την οικονομία. Οι επιχειρήσεις προσθέσανε 223.000 θέσεις εργασίας για το μήνα, ωθώντας το ποσοστό της ανεργίας σε 3,8%. Είναι το χαμηλότερο ποσοστό από τον Απρίλιο του 2000 που ταυτίζεται με το χαμηλότερο ποσοστό που είχε ποτέ, από το 1969, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας. Οι οικονομολόγοι που ερωτήθηκαν από το Bloomberg περίμεναν κατά μέσο όρο 190.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι περισσότεροι λένε τώρα ότι η αύξηση των επιτοκίων από τη Federal Reserve στα μέσα Ιουνίου είναι βέβαιη.
Διεθνείς απειλές της ανάπτυξης
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν παγκόσμια, αλλά είχε επίκεντρο την κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Υπάρχουν αυξανόμενοι φόβοι ότι αυτή τη φορά το επίκεντρο θα μπορούσε να είναι στις αναδυόμενες αγορές ή στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αναφέραμε πρόσφατα τα προβλήματα στις αναδυόμενες αγορές και ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ τελευταία συζήτησε τον κίνδυνο που θέτουν στις αναδυόμενες αγορές οι αυξήσεις των επιτοκίων της Fed, σε ομιλία με τίτλο «Οι επιδράσεις της νομισματικής πολιτικής στις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες και στις διεθνείς κεφαλαιακές ροές». «Είναι σημαντικό να πιστεύουμε ότι η εξομάλυνση των νομισματικών πολιτικών στις προηγμένες οικονομίες (βλέπε σύσφιγξη) θα πρέπει να συνεχίσει να γίνεται με τρόπο που μπορούν να τη διαχειριστούν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες. Ωστόσο, αυτό δεν αποκλείει τους ενδεχόμενους κινδύνους που απορρέουν από την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής παγκόσμια».
Στο τέλος της τελευταίας εβδομάδας του Μαΐου στους FT ανέφεραν: «Η διόγκωση των φόβων για πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και την Ισπανία έπληξε τις δύο μεγαλύτερες περιφερειακές αγορές χρεογράφων της Ευρωζώνης την Παρασκευή, με τους επενδυτές να ξεφορτώνονται μέρος των κρατικών ομολόγων των δύο χωρών με επίσης απότομη μείωση των τιμών των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών».
Οι Ιταλοί αγωνίζονται, όπως κάνουν τακτικότατα, να σχηματίσουν κυβέρνηση. Οι ηγέτες του σημερινού συνασπισμού περιλαμβάνουν τους λεγόμενους «ευρωσκεπτικιστές». Στην Ισπανία, το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης ζήτησε ψήφο μη εμπιστοσύνης στη μειοψηφική κυριαρχία του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι, του οποίου το κεντροδεξιό λαϊκό κόμμα έχει πληγεί από ένα σκανδάλου χρηματοδότησης των προεκλογικών του εκστρατειών. Οι Έλληνες θέλουν έναν άλλο γύρο ελάφρυνσης του χρέους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωζώνη. Η κρίση τους συνεχίζεται από το 2010.
Μπορεί τίποτε από τα παραπάνω να μη γίνει πραγματική απειλή στην παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά υπάρχουν και οι φόβοι του εμπορικού πολέμου. Αυξήθηκαν τον Φεβρουάριο, όταν ο πρόεδρος Τραμπ διαμήνυσε για δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα και πιο πρόσφατα απείλησε να επιβάλει σημαντικούς δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ αναφέρθηκαν πολλές εξαιρέσεις σε εταιρείες που βασίζονται σε εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα. Η έναρξη των εμπορικών πολέμων, κυρίως με την Ε.Ε., το Μεξικό και τον Καναδά, σύμφωνα με αρκετούς, έγινε την Πέμπτη. Η εικόνα των διεθνών αγορών αποτύπωσε μέτρια ανησυχία για τις εξελίξεις στην Ευρώπη, αισιοδοξία για την πορεία των κερδών των εταιριών των ΗΠΑ και μεγαλύτερη επιφύλαξη για το μέλλον των αναδυόμενων οικονομιών.
Ο υπουργός Εμπορίου Γουίλμπουρ Ρος χαρακτήρισε το 25% δασμών για τις εισαγωγές χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο μια «ασήμαντη αύξηση» στις τιμές που θα μεταφερθούν στους Αμερικανούς καταναλωτές. Ο John G. Murphy, αντιπρόεδρος Διεθνούς Πολιτικής για το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, δήλωσε ότι ο αντίκτυπος των αυξήσεων των δασμών «για τη βιομηχανία και την οικοδομική δραστηριότητα θα είναι σημαντικός».
Οι δασμοί αυτοί αποτελούν συνέχεια όσων είχαν εφαρμοστεί πριν από δύο μήνες. Οι εταίροι της Ε.Ε. και των χωρών της ΝΑFTA απαλλάχθηκαν για δύο μήνες, αλλά δεν κατάφεραν οι αρμόδιοι να πιέσουν την Ε.Ε. και τους υπόλοιπους για αυθόρμητες παραχωρήσεις. Έτσι οι ΗΠΑ επέβαλαν τα πρόσθετα τέλη στους στενότερους εμπορικούς τους εταίρους. Η κίνηση διπλασίασε τον όγκο των εισαγωγών μετάλλων που υπόκεινται σε δασμούς.
Οι τιμές του χάλυβα αυξήθηκαν 40% από την αρχή του έτους και είναι σχεδόν 50% υψηλότερες απ’ ό,τι στην Ευρώπη ή την Κίνα. Οι δασμοί επί του χάλυβα έχουν ήδη αποδειχτεί αντιπαραγωγικοί. Όταν επιβλήθηκαν από τον πρόεδρο Μπους πριν από 15 χρόνια, οι επιχειρήσεις που εξαρτώνται από τη βιομηχανία χάλυβα, έκλεισαν τόσες πολλές θέσεις εργασίας που έπρεπε να εξαλειφθούν οι δασμοί νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματιστεί.
Τώρα οι εγχώριοι παραγωγοί αλουμινίου είναι στην πραγματικότητα ενάντια στον τελευταίο γύρο των δασμών, που υποτίθεται ότι τους ωφελούν. Σε παγκόσμια κλίμακα, η βιομηχανία των ΗΠΑ στηρίζεται σε εισαγόμενο πρωτογενές αλουμίνιο, χωρίς αυτό δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση. Η ανάγκη είναι τεράστια. Η ζήτηση από τις ΗΠΑ ανέρχεται ήδη σε 5,6 εκατομμύρια τόνους ετησίως, αλλά η εγχώρια παραγωγική ικανότητα είναι περιορισμένη. Πέρυσι, η βιομηχανία των ΗΠΑ παρήγαγε λιγότερο από 1 εκατομμύριο τόνους πρωτογενούς αλουμινίου. Δεδομένης της δυναμικότητας, θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και 2 εκατομμύρια τόνους, μένοντας ακόμη πολύ μακριά απ’ αυτό που χρειάζονται και απαιτούν οι καταναλωτές. Με δεδομένο αυτό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η ένωση αλουμινίου δήλωσε ότι οι δασμοί γενικά θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο θέσεις εργασίας κατά τη μεσαία και μεταγενέστερη επεξεργασία - που αντιπροσωπεύουν περίπου το 97% των θέσεων εργασίας στον κλάδο.