Τα δεσμά του χρέους επιστρέφουν
Ηπαγκόσμια ανάπτυξη επιταχύνεται. Αλλά πριν ανοίξουμε σαμπάνιες, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τους μακροχρόνιους κινδύνους για τη διαρκή επέκταση που τίθενται από την αύξηση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Οι αναλυτές της αγοράς βλέπουν την αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού στις περισσότερες αναδυόμενες και σε ορισμένες ανεπτυγμένες οικονομίες ως ένδειξη υψηλότερης ζήτησης και πρόδρομο για ταχύτερη ανάπτυξη. Όμως, αν και αυτό συμβαίνει βραχυπρόθεσμα, η αμείλικτη άνοδος του συνολικού χρέους παραμένει ανάμεσα στα σοβαρότερα προβλήματα που επιβαρύνουν την παγκόσμια οικονομία.
Παρά τα χρόνια απομόχλευσης μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το χρέος παραμένει πολύ υψηλό - και όμως, τώρα έχουμε επιστρέψει σε έναν επεκτατικό πιστωτικό κύκλο. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, το συνολικό μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος ανέρχεται σε σχεδόν 245% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας αυξηθεί από το 210% πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και περίπου το 190% στο τέλος του 2001.
Ο δανεισμός της γενικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ μπορεί να φθάσει το 5% του ΑΕΠ φέτος, ωθώντας το συνολικό δημόσιο χρέος στο 108% περίπου του ΑΕΠ. Στην Ευρωζώνη το δημόσιο χρέος ανέρχεται περίπου σε 85% του ΑΕΠ, στην Ιαπωνία ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ καταγράφεται σχεδόν στο 240%. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το ιδιωτικό μη χρηματοπιστωτικό χρέος αυξάνεται ταχύτερα από το ονομαστικό ΑΕΠ.
Αυτές οι τάσεις πρόκειται να συνεχιστούν, καθώς πολλές μεγάλες κεντρικές τράπεζες -συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ιαπωνίαςδεν χαιρέτισαν μόνο την ανάκαμψη στον δανεισμό, αλλά αποσκοπούν να στηρίξουν ακόμη περισσότερη ανάπτυξη με οικονομική πίστωση. Μόνο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας λαμβάνουν μέτρα για να χαλιναγωγήσουν τα τραπεζικά δάνεια.
Ο κόσμος έχει υποστεί αρκετές οικονομικές κρίσεις κι έτσι γνωρίζει ότι τα υψηλά χρέη δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους. Το ονομαστικό χρέος είναι σταθερό, αλλά οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να καταρρεύσουν, δημιουργώντας τεράστιες ζημιές στους ισολογισμούς και προκαλώντας αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου - και συνεπώς αύξηση του κόστους δανεισμού. Μόλις πριν από μια δεκαετία, όταν η τροφοδοτούμενη με πιστώσεις χρηματοοικονομική έκρηξη έσκασε, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έφτασε στο χείλος της κατάρρευσης και ακολούθησε μία πολύχρονη ύφεση στον περισσότερο κόσμο. Η μόνη βιώσιμη επιβάρυνση του χρέους είναι αυτή που μπορεί να αντιμετωπιστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια κυκλικών κρίσεων. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη, αντιμετωπίζοντας το χρέος ως όφελος για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και όχι αυτό που είναι: ένα βαρύ φορτίο και μια πηγή μαζικών μακροπρόθεσμων κινδύνων.
Είναι καιρός οι διαμορφωτές πολιτικής και οι οικονομικοί σύμβουλοί τους να το αναγνωρίσουν και να εγκαταλείψουν την αντίληψη ότι το μεγαλύτερο χρέος οδηγεί πάντα σε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Αν και υπάρχουν φορές που οι κυβερνήσεις
'πρέπει να δανειστούν για να τονώσουν την οικονομία, οι ελλειμματικές δαπάνες δεν μπορούν να ανυψώσουν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη. Και σε στιγμές όπου τα ποσοστά ανάπτυξης και ο δανεισμός από τον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται -όπως συμβαίνει τώρα- οι κυβερνήσεις πρέπει να εργάζονται για να μειώσουν τα δικά τους ελλείμματα. Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, αλλά και για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να επωφεληθούν από τη σημερινή ανάκαμψη -η ισχυρότερη της δεκαετίας- προκειμένου να ευθυγραμμίσουν τα δημοσιοοικονομικά τους με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επιδιώξουν να αποτρέψουν τη συσσώρευση μη βιώσιμου χρέους, τονώνοντας μακροπρόθεσμα μία οικονομική ανάπτυξη που δεν χρηματοδοτείται από το χρέος, χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό ρυθμίσεων, εμπορικών συμφωνιών, επενδυτικών κινήτρων και μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας. Σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, όπως αυτό που επικρατεί σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, το συνολικό μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος ανέρχεται σε σχεδόν 245% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας αυξηθεί από το 210% πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση και περίπου το 190% στο τέλος του 2001. να μετριάσουν τον αντίκτυπο αυτών των μεταρρυθμίσεων μέσω επεκτατικών νομισματικών πολιτικών.
Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να υπολογίζουν προσεκτικά τις παρεμβάσεις τους, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η νομισματική επέκταση δεν ενθαρρύνει την αύξηση της μόχλευσης στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό προϋποθέτει διπλή σκέψη πριν από την επιβολή αρνητικών επιτοκίων καταθέσεων, που έχουν σχεδιαστεί για να πιέσουν τις τράπεζες να δανείσουν περισσότερο, ή κινήσεις ρευστότητας που εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό.
Μια καλύτερη προσέγγιση θα δώσει έμφαση στη χρήση της καθοδήγησης προς τα εμπρός, για να επηρεαστούν οι προσδοκίες των επιτοκίων και οι αποδόσεις των ομολόγων. Οι χαμηλές αποδόσεις μπορούν να τροφοδοτήσουν τις αυξήσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και να τονώσουν τη ζήτηση σε ένα εύρος περιοχών, όχι μόνο μέσω της μεγαλύτερης εταιρικής μόχλευσης. Λέγοντας κάτι τέτοιο, με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ήδη υψηλές και τις οικονομίες να αυξάνονται με υγιή ρυθμό, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να ακολουθήσουν την πρωτοβουλία της Fed που σταδιακά χαλαρώνει τα προγράμματα στήριξης που ξεκίνησε μετά την κρίση του 2008.
Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να εξασφαλίσουν ότι το ιδιωτικό χρέος θα διοχετευθεί προς παραγωγικές χρήσεις που προσφέρουν αξιοπρεπείς μακροπρόθεσμες επιστροφές. Αυτό είναι το μάθημα από τις προηγούμενες κρίσεις χρέους, συμπεριλαμβανομένης της φούσκας των subprime υπόθηκων δανείων που προκάλεσε την κατάρρευση πριν από μια δεκαετία με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Για παράδειγμα, οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να εφαρμόσουν μακρο-προληπτικές πολιτικές για να επιβάλουν όρια στα τμήματα των χρηματοπιστωτικών αγορών που υπερθερμαίνονται, βελτιώνοντας έτσι την κατανομή κεφαλαίου και σταθεροποιώντας τις αποδόσεις των επενδύσεων. Πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε να αποτρέψουν τις φούσκες στα ακίνητα, επειδή η ακίνητη περιουσία αποτελεί ένα τεράστιο μερίδιο του συνολικού πλούτου και μια βασική πηγή χρηματοοικονομικής εγγύησης. Αλλά η ισχυρή άνοδος της μόχλευσης με χαμηλής ποιότητας δανεία θα πρέπει επίσης να αποτελέσει μία ανησυχία.
Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο για τις κυβερνήσεις, τις ρυθμιστικές αρχές ή τις κεντρικές τράπεζες. Η νομισματική σύσφιγξη ενδέχεται να επιβραδύνει προσωρινά την ανάπτυξη, η πρόληψη της ανάπτυξης οικονομικών φουσκών είναι γνωστό ότι είναι δύσκολη και οι τύποι των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για την εξασφάλιση της απομάκρυνσης από την ανάπτυξη που τροφοδοτείται με χρέος, δεν είναι καθόλου δημοφιλείς. Το σημερινό φλεγόμενο πολιτικό περιβάλλον σίγουρα δεν θα απλοποιήσει τα θέματα. Όμως οι συνέπειες της απομάκρυνσης από τέτοιες επιλογές θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές. Ο χρηματοοικονομικός κύκλος θα συνεχίσει να κερδίζει μομέντουμ, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων να ξεπεράσουν τα θεμελιώδη μεγέθη με μεγάλη διαφορά, οι αναλογίες μόχλευσης θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο και η ζήτηση θα ξεπεράσει την παραγωγική ικανότητα, ωθώντας τον πληθωρισμό. Σε αυτό το σημείο, ένα εξωτερικό σοκ ή μια απόφαση των κεντρικών τραπεζών να εφαρμόσουν νομισματικά μέτρα σύσφιγξης -μια αναπόφευκτη απάντηση στην υπερβολική αφθονία και τον αυξανόμενο πληθωρισμόθα οδηγήσει σε μια ενδεχομένως καταστροφική συντριβή. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες ενισχύθηκαν με χαμηλά επιτόκια και άφθονη ρευστότητα, θα δεχτούν ένα μεγάλο χτύπημα. Η ιδιωτική μόχλευση και το δημόσιο χρέος θα φανούν ξαφνικά πολύ λιγότερο βιώσιμα.
Οι καιροί μπορεί να είναι καλοί, αλλά οι καλές εποχές έρχονται ακριβώς όταν δημιουργούνται κίνδυνοι. Οι διαμορφωτές πολιτικής δεν μπορούν να πουν ότι δεν έχουν προειδοποιηθεί. Μόνο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας λαμβάνουν μέτρα για να χαλιναγωγήσουν τα τραπεζικά δάνεια.
'