Τα αρνητικά του πολυνομοσχεδίου
και αρκετές διατάξεις που δημιουργούν έντονο προβληματισμό, όπως οι στόχοι για υπερπλεονάσματα.
Εκ μέρους του ΣΕΒ ο κ. Μιχάλης Μητσόπουλος εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη μονομερή προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, σημειώνοντας ότι η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας επισήμανε στην κυβέρνηση ότι αυτή θα πρέπει να προβλέπεται μόνο σε περιπτώσεις ουσιωδών υπηρεσιών και όταν τίθεται σε κίνδυνο η κοινωνική ειρήνη. Τόνισε, μάλιστα, ότι στο άρθρο 15 του πολυνομοσχεδίου ενισχύεται η υποχρεωτική διαιτησία, η οποία «δίνει τη δυνατότητα στην μια πλευρά, εσκεμμένα να προκαλέσει ναυάγιο των διαπραγματεύσεων». Κατήγγειλε επίσης ότι δεν δημιουργήθηκε υποδομή, που να διασφαλίζει την αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμβάσεων. «Αυτή η παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε καταχρήσεις, με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα κλάδων, συνολικά της οικονομίας και τελικά της απασχόλησης» υπογράμμισε. Ανέφερε, ωστόσο, ότι οι διατάξεις για την αδειοδότηση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά στην υλοποίηση πολλές μένουν ακόμα στη μέση ή καθυστερούν. Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) Γιάννης Πάιδας κατήγγειλε ότι το «success story που φιλοτεχνεί η κυβέρνηση για καθαρή έξοδο από τα μνημόνια ακυρώνεται από τις δηλώσεις των δανειστών για αυξημένη εποπτεία και μετά τον Αύγουστο του 2018, ενώ καταρρέει πλήρως από τα μέτρα που ήδη έχουν ψηφιστεί ως το 2022». Παράλληλα ο εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ Γιώργος Γεωργακόπουλος κατήγγειλε ότι «η δέσμευση για υψηλά πλεονάσματα, οι δραματικές μειώσεις των συντάξεων, η μείωση του αφορολόγητου και η περικοπή επιδομάτων» οδηγούν στη διαιώνιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Οξεία κριτική στο νομοσχέδιο άσκησαν και οι εκπρόσωποι της ΚΕΔΕ, της ΕΝΠΕ και της ΠΟΕΔΗΝ. Αντίθετα, θετικά τοποθετήθηκε ο πρόεδρος του ΤΕΕ. Το πολυνομοσχέδιο εγκρίθηκε στις αρμόδιες επιτροπές με τις ψήφους μόνο των κομμάτων της συμπολίτευσης. Σήμερα εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής.