Μπορεί να επιβιώσει μετά το Brexit η ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά;
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, τις ημέρες που το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο τότε Ευρωπαίος επίτροπος Τζόναθαν Χιλ ανακοίνωσε την έναρξη μιας νέας πρωτοβουλίας με την ονομασία «ένωση των κεφαλαιαγορών».
Σε σχεδόν 60 χρόνια ευρωπαϊκής υπόστασης, ακόμα δεν είχε δημιουργηθεί κάτι που να προσεγγίζει μια ενιαία αγορά για επενδύσεις και σε πολλές χώρες της Ε.Ε. οι κεφαλαιαγορές παρέμειναν αδύναμες και υποανάπτυκτες. Ο αξιόλογος στόχος, έγραφε ο Χιλ, ήταν «να εντοπίσει τους φραγμούς στη διασυνοριακή ροή των επενδύσεων» και «να επεξεργαστεί πώς να τους ξεπεράσει βήμα προς βήμα».
Πολύ νερό έχει κυλήσει στ’ αυλάκι από τότε και ο Χιλ τώρα λαμβάνει την ευρωπαϊκή του σύνταξη. Όμως δύσκολα διαπιστώνει κάποιος ότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος. Πράγματι, το έργο μπορεί να έχει αντιστραφεί, καθώς το Brexit απειλεί να διαταράξει και να διαιρέσει τη λειτουργική κεφαλαιαγορά την οποία έχει πλέον η Ευρώπη: το Λονδίνο, το οποίο αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοπιστωτικής αγοράς για τις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Αυτή η πιθανή διάσπαση είναι εξαιρετικά ατυχής, στον βαθμό που επιδεινώνει το πραγματικό πρόβλημα που εντόπισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην τραπεζική χρηματοδότηση. Στις ΗΠΑ, η αγορά εταιρικών ομολόγων αποτελεί την πηγή σχεδόν των 3/4 της χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, με τα τραπεζικά δάνεια να παρέχουν το υπόλοιπο 1/4. Στις 27 παραμένουσες χώρες της Ε.Ε. οι αναλογίες είναι σχεδόν οι αντίθετες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αναλογία είναι περίπου 50/50: όπως συμβαίνει συχνά, η Βρετανία βρίσκεται κάπου στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού.
Υπάρχουν διαρθρωτικοί και ιστορικοί λόγοι για τον διαφορετικό ρόλο που διαδραματίζουν οι τράπεζες της Ε.Ε. και δεν πρέπει κάποιος να περιμένει από τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές να ακολουθήσουν ακριβώς το πρότυπο των αντίστοιχων στη Βόρεια Αμερική. Στο λεγόμενο μοντέλο της Ρηνανίας, οι τράπεζες είναι συχνά πολύ κοντά στους εταιρικούς πελάτες τους και μερικές φορές κατέχουν μερίδια σε αυτές τις εταιρείες. Ωστόσο, οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης έδειξαν τη σημασία των διαφορετικών πηγών χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις.
Η συνολική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων της Ε.Ε. μειώθηκε από 112% του ΑΕΠ το 2006 σε 106% το 2016, λόγω της απότομης συρρίκνωσης του τραπεζικού δανεισμού, ο οποίος μειώθηκε κατά 1/5 σε πραγματικούς όρους. Ο τραπεζικός δανεισμός μειώθηκε κάπως και στις ΗΠΑ επίσης, καθώς οι τράπεζες επιχείρησαν να αποκαταστήσουν τους ισολογισμούς τους και να φτιάξουν ξανά την κεφαλαιακή τους δύναμη. Στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιαγορές μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη χαλάρωση και η συνολική χρηματοδότηση που παρέχεται στις επιχειρήσεις έχει αυξηθεί, τροφοδοτώντας μια πιο ισχυρή οικονομική ανάκαμψη.
Η ΕΚΤ έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσει, με ειδικά σχέδια χρηματοδότησης των τραπεζών για να δανείζουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή η πολιτική ήταν επιτυχημένη, μέχρι ένα σημείο. Το τελευταίο σχέδιο περιλάμβανε την καταβολή 740 δισ. ευρώ (755 δισ. δολ.) - χρήματα που πρέπει να αποπληρωθούν μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Ωστόσο, τα προγράμματα αυτά επιβαρύνουν την ΕΚΤ και περιορίζουν τη δυνατότητα να αποσύρει τη μη συμβατική χρηματοδότηση και να ομαλοποιήσει τη νομισματική της πολιτική.
Υπάρχουν τώρα κάποιες μετριοπαθείς ενδείξεις ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η μετάβαση στη χρηματοδότηση βάσει της αγοράς. Οι ίδιες οι τράπεζες κατάφεραν να αντλήσουν νέα μετοχικά κεφάλαια, τα οποία βοηθούν. Και η Ευρώπη έχει κάνει βρεφικά βήματα για την προώθηση μεγαλύτερης τυποποίησης των πρακτικών της αγοράς. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενθαρρύνει, για παράδειγμα, την αναγέννηση μιας ευρωπαϊκής αγοράς τιτλοποίησης και ενισχύει τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών. Τα κράτη-μέλη που έως τώρα ήταν απρόθυμα να παραχωρήσουν τον έλεγχο των αγορών τους σε μια πανευρωπαϊκή αρχή, καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται κάτι πιο κοντά σε μία Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να εξασφαλιστούν κοινά πρότυπα.
Όμως η πρόοδος είναι αργή και το Brexit αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο. Οι μεγαλύτερες δεξαμενές της ευρωπαϊκής ρευστότητας και των κεφαλαίων παραμένουν στις όχθες του Τάμεση και κανείς δεν γνωρίζει ακόμη πώς θα επηρεαστούν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. Οι επενδυτές και οι τραπεζίτες προειδοποιούν ότι η διάσπαση αυτών των δεξαμενών με την επιβολή ελέγχων στη διασυνοριακή δραστηριότητα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ε.Ε. θα δυσκολέψει τον στόχο της ένωσης των κεφαλαιαγορών και θα καταστήσει τη χρηματοδότηση πιο δαπανηρή για τις εταιρείες της Ε.Ε. Αλλά, προς το παρόν, η πολιτική του Brexit -και στις δύο πλευρές της Μάγχης- εμποδίζει τη φιλική προς την αγορά λύση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι λογικό να προσπαθεί να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερη πρόσβαση στην αγορά για τις εταιρείες που εδρεύουν στο Λονδίνο. Καθώς τα σημάδια μιας αρχικής επιβράδυνσης στην ευρωπαϊκή οικονομία αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται, το ζήτημα για συμφωνία για το Brexit και η εστίαση της προσοχής στην ένωση κεφαλαιαγορών ξανά, γίνεται όλο και πιο ισχυρό και πιο επείγον.