«Βρόμικη» έξοδο και «μέτρια» ελάφρυνση βλέπει η JP Morgan
Μια σειρά σφιχτών όρων και ενισχυμένη εποπτεία θα συνεπάγεται για τη χώρα η «καθαρή έξοδος» της Ελλάδας, γεγονός που τη μετατρέπει επί της ουσίας σε μία «βρόμικη» έξοδο, σημειώνει σε έκθεσή της η JP Morgan. Την ίδια στιγμή η ελάφρυνση του χρέους θα είναι «μέτρια», με μεγαλύτερη έμφαση στο ταμειακό απόθεμα και τις επαναγορές σε βραχυπρόθεσμη βάση, σημειώνει σε νέα της έκθεση. Σύμφωνα με τον οίκο μια «βρόμικη έξοδος» με μια προληπτική πιστωτική γραμμή θεωρείται ένα θεμιτό αποτέλεσμα από οικονομικής άποψης. Όμως αναγνωρίζει ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα για μία τέτοια εξέλιξη, λόγω της πολιτικής βούλησης.
Έτσι, αναμένει μια μορφή καθαρής εξόδου (δηλαδή χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή) η οποία θα διαθέτει κάποιες επιπλέον ρυθμίσεις με σκοπό την επίτευξη τριών βασικών στόχων από την πλευρά των πιστωτών: 1) τη διατήρηση μιας ευνοϊκής τιμολόγησης της αγοράς, 2) τη διασφάλιση της σταδιακής πρόσβασης στην αγορά για μια πολυετή περίοδο και 3) την επιβολή επαρκών προϋποθέσεων στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος.
Κατά την άποψη της JP Morgan, οι παράμετροι για μια συμφωνία που να προοιωνίζεται μια καθαρή έξοδο να γνωστοποιηθούν στη συνεδρίαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Η Ελλάδα προχωρά άλλωστε γρήγορα στην ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων κι έτσι οδεύει στην ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης.
Σχετικά επίσης με το χρέος και τις διαφωνίες Ε.Ε. - ΔΝΤ, κατά την JP Morgan, η πιο πιθανή προσέγγιση θα ήταν να δοθούν στην Ελλάδα μέτρα τα οποία να διατηρούν χαμηλά τις χρηματοδοτικές ανάγκες σε έναν ορίζοντα που θα μπορούσε να επεκταθεί ακόμη και μέχρι το 2023.
Επίσης προειδοποιεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει δυσκολία για έξοδο στις αγορές και έτσι μόνο η παρατεταμένη σταθερή μακροοικονομική και δημοσιονομική επίδοση θα οδηγήσει την Ελλάδα στην ανάκτηση μιας καλής αξιολόγησης που να αναβαθμίζει ελληνικά ομόλογα σε μια επενδυτική βαθμίδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η JP Morgan πιστεύει ότι οι Ευρωπαίοι πιστωτές θα επιλέξουν να στηρίξουν μια καθαρή έξοδο με συνδυασμό: 1) ενός ενισχυμένου «μαξιλαριού» από 15 έως 25 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας σχεδόν έως το 2020, 2) τη μερική επαναγορά των χρεολυσίων του ΔΝΤ και της ΕΚΤ έως το 2023 (περίπου 20 δισ. ευρώ) και 3) κάποιας μορφής ελάφρυνση χρέους, μέσω παράτασης της ωρίμανσης στις διάρκειες των 5-10 ετών των δανείων του EFSF, την πιθανή σταθεροποίηση του κόστους επιτοκίων και/ή παράταση των περιόδων χάριτος για την καταβολή των πληρωμών των τόκων.
Ωστόσο, το πακέτο που αναμένεται να προταθεί θα είναι αρκετό για να πείσει τους συμμετέχοντες στην αγορά, ενώ θα βοηθούσε στον περιορισμό των ανησυχιών και θα εγγυάται την ελληνική δέσμευση στην εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων με την πάροδο του χρόνου, κάτι το οποίο θα δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα οδηγήσει σε ισχυρή ανάκαμψη, ενδεχομένως με ρυθμούς του 3%.