Αλλαγή ατζέντας με οικονομία, φόβοι για την προσφυγική κρίση
Επιχειρεί να απομακρύνει τη δημόσια συζήτηση από τη συμφωνία με την πΓΔΜ
Το βάρος στην οικονομία ρίχνει η κυβέρνηση, προκειμένου να στραφεί η δημόσια συζήτηση από την κυβερνητική κρίση που προκλήθηκε μετά την υπογραφή στις Πρέσπες της συμφωνίας με την πΓΔΜ και να αλλάξει την ατζέντα.
Η αυστηρή εποπτεία μίας πενταετίας, η μείωση συντάξεων και αφορολογήτου (με τον ESM να μην αποκλείει την εφαρμογή του από 1/1/2019), η αύξηση αντικειμενικών σε δύο δόσεις, η διαχείριση του πλεονάσματος μόνο μετά την έγκριση των θεσμών δεν είναι ένα εύκολα διαχειρίσιμο πακέτο. Αυτό το εμπόδιο το Μαξίμου θα επιχειρήσει να το ξεπεράσει, αναδεικνύοντας τις θετικές κρίσεις των δανειστών, το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία βγαίνει από τα μνημόνια και την προσδοκία ότι οι αγορές θα αντιδράσουν θετικά στις εξελίξεις.
Η αντίδραση των αγορών
Η κυβέρνηση αγωνιά ιδιαίτερα για την αντίδραση των αγορών, καθώς οι αποφάσεις για το χρέος και η επικείμενη έκθεση βιωσιμότητας από το ΔΝΤ (τα στελέχη του έρχονται στην Αθήνα τη Δευτέρα) θα είναι τα δύο στοιχεία που θα διαμορφώσουν το κλίμα, στο ξεκίνημα της νέας περιόδου.
Τα σημερινά επιτόκια δανεισμού για την ελληνική οικονομία είναι απαγορευτικά για κανονική έξοδο στις αγορές με προγραμματισμένες και όχι δοκιμαστικές προσπάθειες.
Παρά το γεγονός ότι προβλέφθηκε «μαξιλάρι», ώστε να μην υπάρξει άμεσα δημοσιονομικό θέμα, η κυβέρνηση ανησυχεί για το ενδεχόμενο η ελληνική οικονομία, στο νέο της ξεκίνημα, να εγκλωβιστεί σε μία κατάσταση στασιμότητας χωρίς σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο, ο κ. Τσίπρας δεν παίρνει το πακέτο που θα του επιτρέψει να πανηγυρίσει τη χειραφέτηση της ελληνικής οικονομίας, μπορεί όμως να μιλήσει για «το τέλος των μνημονίων». Η εποπτεία και η παρέμβαση στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής δεν του επιτρέπουν να μιλήσει για το τέλος της λιτότητας, όμως -όπως λένε και οι συνεργάτες του στο Μαξίμου- «ξεκινά μία νέα περίοδος με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ αυτά της περιόδου της κρίσης» και αναμένουν αυτό η κοινή γνώμη να το επικροτήσει. Το γεγονός ότι η έξοδος από τα μνημόνια δεν έχει τα χαρακτηριστικά που είχε στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία ή στην Κύπρο, εκτιμούν ότι δεν θα έχει τόσο σημαντικό αντίκτυπο.
Το «αγκάθι» του προσφυγικού
Η κυβέρνηση ανησυχεί περισσότερο για τη μίνι Σύνοδο Κορυφής που έχει ζητήσει η Άγκελα Μέρκελ για το προσφυγικό την Κυριακή, για το τι τελικά θα ζητηθεί και ποια θα είναι η στάση της. Το προσφυγικό έχει προκαλέσει κρίση στη γερμανική κυβέρνηση και η Μέρκελ -με τη στήριξη Γιούνκερ και Μακρόναναμένεται να ζητήσει οι μετανάστες να μένουν περισσότερο στις χώρες υποδοχής, δηλαδή την Ελλάδα και την Ιταλία.
Ειδικότερα, ο προβληματισμός της κυβέρνησης έγκειται στο ποια θα πρέπει να είναι η αντίδρασή της αν η Γερμανίδα καγκελάριος -προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση στο εσωτερικό της κυβέρνησής της- επιμείνει στο κλείσιμο των συνόρων σε όσους πρόσφυγες επιχειρούν να εισέλθουν στη Γερμανία έχοντας προηγουμένως καταγραφεί σε άλλη χώρα, όπως π.χ. την Ελλάδα ή την Ιταλία, αυτό δηλαδή που ζητά ο Ζεεχόφερ. Αν αυτό γίνει δεκτό, είναι αυτονόητο ότι οι χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού -ακόμα κι αν πάρουν χρήματα από την Ε.Ε., όπως αναμένεται να προτείνει η Γερμανία και η Κομισιόν- θα αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η οποία έχει να αντιμετωπίσει την αύξηση των προσφυγικών ροών από την Τουρκία, τόσο στο Αιγαίο όσο και στον Έβρο τους τελευταίους μήνες, η επιβάρυνση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο θα είναι μεγάλη.
Εάν δεν γίνει δεκτό το αίτημα της κ. Μέρκελ, τότε δυσκολεύουν οι κινήσεις της κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας.
Μέχρι αργά χθες βράδυ η κυβέρνηση δεν έδινε σήμα για τη στάση την οποία θα τηρήσει την Κυριακή, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία άφηνε να διαρρεύσουν πληροφορίες ότι θα τηρήσει σκληρή στάση και δεν θα κάνει δεκτό το αίτημα της Γερμανίας. Την ίδια ώρα, ωστόσο, γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης υποστήριζαν ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία έχουν ως μειονέκτημα στη διαπραγμάτευση τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση, είναι περισσότερο ευάλωτες στη γερμανική πίεση και κατέληγαν στην εκτίμηση ότι με τη στήριξη Μακρόν, αλλά και Γιούνκερ θα υπάρξει κοινή απόφαση στο αίτημα της Μέρκελ.