Κυβερνητικός μίνι απολογισμός και διλήμματα με άρωμα εκλογών
Έμφαση στα μελλοντικά διακυβεύματα έδωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας
Την έναρξη της άτυπης προεκλογικής περιόδου κήρυξε χθες ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρώντας να υποβαθμίσει τη συζήτηση για το παρελθόν, να βάλει στη δημόσια ατζέντα το διακύβευμα των επόμενων εκλογών και να παρουσιάσει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση σαν μία μάχη δύο πόλων, του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., την οποία επιχείρησε να παρουσιάσει ως ακροδεξιά και φασιστική πολιτική δύναμη.
Ο κ. Τσίπρας μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, που συνεδρίασε χωρίς τον Πάνο Καμμένο ο οποίος ήταν στα γραφεία του κόμματός του στη Βουλή την ώρα της συνεδρίασης, προσπάθησε να στηρίξει το επιχείρημα περί καθαρής εξόδου και έναρξης νέας εποχής για την ελληνική οικονομία.
Έμεινε στα θετικά της συμφωνίας στο Eurogroup λέγοντας ότι «έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να ανακτήσει τη σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση στις αγορές χρήματος».
Επιχειρώντας έναν μίνι απολογισμό, που δεν περιελάμβανε καμία προσπάθεια αυτοκριτικής για το πρώτο εξάμηνο του 2015 και το τρίτο πρόγραμμα των 86 δισ. ευρώ, ο πρωθυπουργός είπε ότι «δεν πρέπει να επισημαίνουμε διαρκώς τα λάθη, τις υπερβολές και τις αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων, για τις οποίες ευθύνη έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους».
Έκανε λόγο για αποφασιστικό βήμα ώστε μεσοπρόθεσμα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ (σ.σ.: με τις σημερινές τιμές πάνω από 30 δισ. ευρώ, αναφερόμενος στην επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων και την περίοδο χάριτος αποπληρωμών κεφαλαίου και τόκων για τα δάνεια του EFSF, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (σ.σ.: δηλαδή του 1/3 του χρέους).
Συμπεριέλαβε στα θετικά της συμφωνίας την επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους 4,8 δισ. ευρώ, αναφέροντας αυτή τη φορά -διότι στην ομιλία του στο Ζάππειο το είχε παραλείψει- ότι «θα γίνονται σε ετήσιες δόσεις και εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που συμφωνήθηκαν».
Ως βασικό ατού ο πρωθυπουργός ανέφερε το χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ, το οποίο χαρακτήρισε «δικλίδα ασφαλείας που καλύπτει χρηματοδοτικά τις ανάγκες της χώρας για τουλάχιστον δύο έτη μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης». Εξ αυτού υποστήριξε ότι «οι έξοδοι στις αγορές θα γίνονται χωρίς χρηματοδοτική πίεση», όταν το αντικείμενο κριτικής είναι το γεγονός ότι δεν θα υπάρξει κανονική και προγραμματισμένη έξοδος στις αγορές αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, θα αποτελέσει «γκρίζο» σημείο για τις αγορές.
Επίθεση στους προηγούμενους
Αφήνοντας με σαφήνεια να εννοηθεί και ένα μέρος της προεκλογικής του τακτικής, ο πρωθυπουργός εξαπέλυσε δριμεία επίθεση εναντίον των προηγούμενων κυβερνήσεων. Υποστήριξε ότι «η συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου άφησε πίσω της άδεια ταμεία και μηδενικά αποθέματα», την κατηγόρησε για διαχειριστική ανεπάρκεια, ενώ μίλησε για συνειδητή προσπάθεια της αντιπολίτευσης «να σχετικοποιήσει τη διαπραγματευτική επιτυχία» και απάντησε: «Αυτοί απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια, μη ολοκληρώνοντας επιτυχώς ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο πρόγραμμα και τώρα για να εξυπηρετήσουν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες επιθυμούσαν να παραμείνει η χώρα στην ομηρεία της μνημονιακής εποπτείας. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ευτυχώς για τη χώρα, τους διαψεύσαμε. Έχουμε καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς νέα προαπαιτούμενα έναντι μέτρων για το χρέος, χωρίς ασφυκτική επιτροπεία έναντι χρηματοδότησης. Η Ελλάδα στέκεται στα πόδια της ξανά. Θα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της με τις δικές της δυνάμεις. Και οι κυβερνήσεις που θα εκλέγει ο ελληνικός λαός θα αποφασίζουν την πολιτική με την οποία θα καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους. Αυτή είναι η αλήθεια, όσο και αν κάποιους ενοχλεί». Στο σημείο αυτό επιχείρησε να βάλει απέναντι τη Ν.Δ. και τον κ. Μητσοτάκη, προαναγγέλλοντας και τα προεκλογικά διλήμματα που θα επιχειρήσει να βάλει ο ΣΥΡΙΖΑ: «Όσο θα απομακρυνόμαστε από τη μνημονιακή περίοδο και όσο η στρατηγική της δίκαιης ανάπτυξης θα γίνεται πολιτική πράξη και δράση, τόσο οι διαχωριστικές πολιτικές γραμμές θα γίνονται πιο ορατές και σαφείς. Τόσο τα πολιτικά διλήμματα θα αναδεικνύονται αμείλικτα. Με την ανάκτηση των ρυθμίσεων υπέρ των εργαζομένων και την αύξηση του κατώτατου μισθού ή με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την κατάργηση του οκταώρου, με έναν δημόσιο τομέα αποτελεσματικό, ισχυρό και ανταποδοτικό στην κοινωνία, ή με τη διάλυση του δημοσίου τομέα και το γενικευμένο outsourcing που θέλει ο κ. Μητσοτάκης;» σημείωσε ο πρωθυπουργός και συνέχισε θέτοντας ερωτήματα προς τον πρόεδρο της Ν.Δ. εάν συμφωνεί «με τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος ή με τις απολύσεις γιατρών, τη διάλυση του δημόσιου τομέα και τη ρήτρα 5 προς 1 που θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης».
«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βλέπει ότι η χώρα αλλάζει σελίδα και φοβάται» είπε συνεχίζοντας την κριτική κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι «τώρα που κατέρρευσαν ολοκληρωτικά τα κινδυνολογικά σενάρια και η μαζική τρομοκρατία που προσπαθούσε να εξαπολύσει τα δύο προηγούμενα χρόνια, θα πρέπει να αντιπαρατεθεί προγραμματικά».
Ο πρωθυπουργός ανέφερε ως προτεραιότητες για την κυβέρνηση την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού, ξαναδεσμεύθηκε για στοχευμένες μόνιμες φοροελαφρύνσεις (όπως είπε 700-750 εκατ. ευρώ από τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από το 2019 και μετά), ενώ αναφέρθηκε και στη διατήρηση του χαμηλού ΦΠΑ στα νησιά που πλήττονται από την προσφυγική κρίση.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους όρους εποπτείας, ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι «η μεταμνημονιακή παρακολούθηση της Ελλάδας θα γίνεται στο γνωστό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί για όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που εξέρχονται από πρόγραμμα», ήταν ωστόσο προσεκτικός για τη διαχείριση της επόμενης ημέρας, λέγοντας: «Χρειάζεται σήμερα μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, μια λελογισμένη επέκταση στη βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων. Μια επέκταση με δύο στόχους: Από τη μια τη στήριξη των πλέον αδύναμων και από την άλλη την τόνωση της ανάπτυξης».