«Η αναδιάρθρωση επιχειρήσεων θα φέρει ανάπτυξη»
Παρουσίαση μελέτης στο 23ο Banking Forum της ΕΕΔΕ
Με μιάμιση ποσοστιαία μονάδα ετησίως μπορεί να ενισχύσει το ΑΕΠ της χώρας η δραστική αναδιάρθρωση των ελληνικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για τουλάχιστον 2,6 δισ. ευρώ, τα οποία μέσα από μια διαδικασία εξυγίανσης θα «εισφέρονταν» στην οικονομία, με πολλαπλασιαστικά οφέλη, τόνισε ο Γιώργος Γεωργακόπουλος, ανώτερος γενικός διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς, κεντρικός ομιλητής στο 23ο Banking Forum που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Διοικήσεως Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ).
Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε ο Chief Economist της Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός, σε συνεργασία με την οικονομολόγο Παρασκευή Βλάχου, μέσα από μια διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να παραχθεί προστιθέμενη αξία, μετρήσιμη ως ποσοστό του ΑΕΠ, και να απελευθερωθούν δυνάμεις και πόροι στην εγχώρια οικονομία και να διασωθούν θέσεις εργασίας.
Μη βιώσιμα σχήματα
Ειδικότερα, σημειώνεται ότι πάνω από το 16,5% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι εγκλωβισμένο σε μη βιώσιμα σχήματα με κόστος για τις ίδιες, τους δανειστές τους (τράπεζες, δημόσιο, προμηθευτές) και την κοινωνία. Η μελέτη εκτιμά τα δυνητικά οφέλη από αναδιάρθρωση και εξυγίανση του 1/3 των μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο δείγμα αυτό υπολογίζεται ότι οι υποχρεώσεις των μη βιώσιμων επιχειρήσεων ανέρχονται σε 23,5 δισ., ενώ το ενεργητικό τους σε 28,4 δισ. ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι η αναλογία υποχρεώσεις προς ενεργητικό διαμορφώνεται στο 56,1% για τις βιώσιμες επιχειρήσεις και για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις φθάνει στο 82,6%, με την αποδοτικότητα ενεργητικού των βιώσιμων επιχειρήσεων στο 7,9% και των μη βιώσιμων να είναι μηδενική.
Επίσης, σύμφωνα με την άσκηση προσομοίωσης που πραγματοποιείται στη μελέτη, στην περίπτωση απορρόφησης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων από βιώσιμες του ίδιου μεγέθους, με ταυτόχρονη απορρόφηση σημαντικού μέρους του παθητικού τους, η δυνητική αύξηση των EBITDA -και κατά προσέγγιση του ΑΕΠ- φθάνει τα 2,6 δισ. ευρώ ετησίως και η αύξηση των εσόδων τα 16,7 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, θα επανέλθουν σε εξυπηρέτηση υποχρεώσεις ύψους 15,9 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων είναι δάνεια με αποτέλεσμα τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών.
Το κόστος της αναδιάρθρωσης είναι η απομείωση υποχρεώσεων ύψους 7,6 δισ. ευρώ, το οποίο θα επωμιστούν οι πιστωτές και οι μέτοχοι.
Εν τω μεταξύ, την αισιοδοξία της ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν τεθεί μέχρι το 2019 εξέφρασε η γενική γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Χαρούλα Απαλαγάκη.
Η κ. Απαλαγάκη επισήμανε ότι η δημιουργία του μεγάλου ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων στη χώρα μας δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στη «γενναιόδωρη στρατηγική πιστωτικής επέκτασης που ακολούθησαν οι τράπεζες» για μια μακρά περίοδο πριν από την κρίση -όπως συνηθίζεται να υποστηρίζεται-, αλλά είναι συνέπεια οριζόντιων κινήσεων που δεν προήλθαν από τις τράπεζες και καλλιέργησαν την κουλτούρα της μη πληρωμής.
Αναφερόμενη στην επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία, η κ. Απαλαγάκη επισήμανε μεταξύ άλλων ότι η συνέχισή της προϋποθέτει περαιτέρω ανάπτυξη και νέες πιστώσεις.
Nέα κριτήρια
Έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα νέα κριτήρια που πρέπει να υιοθετούνται στον τομέα των χρηματοδοτήσεων και ειδικότερα στο κριτήριο της βιώσιμης ανάπτυξης προκειμένου να δοθούν νέα δάνεια.
Το στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί από τις ελληνικές τράπεζες είναι η στήριξη των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν πάνω από το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων, τόνισε ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Attica Bank Αθανάσιος Τσάδαρης, επισημαίνοντας ότι ο ρόλος των τραπεζών στη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων αυτών είναι καθοριστικός.
Επισήμανε ότι οι τράπεζες μπορεί να απαντήσουν στον ανταγωνισμό που δέχονται από τις fintech και τους καλούμενους τρίτους παίκτες, προβάλλοντας τα στοιχεία που εμπνέουν εμπιστοσύνη στους καταναλωτές, όπως η ασφάλεια των συναλλαγών, η θεσμική κάλυψη των καταθέσεων, η διασφάλιση του απορρήτου των στοιχείων κ.λπ.