Στους απόφοιτους τριτοβάθμιας το μεγαλύτερο πλήγμα της ανεργίας
Σημαντικές επιπτώσεις στη σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας ακολούθησαν την έναρξη της, σχεδόν, δεκαετούς κρίσης και τη δημοσιονομική προσαρμογή στη χώρα μας. Η μεγάλη μείωση της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας που σημειώθηκαν προκάλεσαν βαθιά ρήξη στην ήδη προβληματική σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας που είχε διαμορφωθεί και ενισχυθεί πριν από την κρίση. Η κεντρική διαπίστωση του ΙΟΒΕ στη μελέτη του με τίτλο «Εκπαίδευση και αγορά εργασίας στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις» συμπληρώνεται από την καταγραφή ότι το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-28 για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση και κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-28 για τους αποφοίτους χαμηλής εκπαίδευσης. Την ίδια χρονική περίοδο, ο μισθός των εργαζομένων, παρότι είναι μειωμένος το 2016 σε σχέση με το 2008, έχει θετική συσχέτιση με το επίπεδο εκπαίδευσης. Η επίδραση του επιπέδου εκπαίδευσης στις αποδοχές από την εργασία διατηρείται, στη διάρκεια της κρίσης, αλλά με μικρότερη ένταση μεταξύ των βαθμίδων εκπαίδευσης. Ειδικότερα, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, μετά το 2009, η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης σημειώθηκε στους απασχολούμενους με χαμηλότερη εκπαίδευση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, σε αντίθεση με τους απασχολούμενους που είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου μονάδες (από 21,4% το 2009 σε 30,9% το 2017), των κατόχων μεταπτυχιακών/διδακτορικών κατά 4 μονάδες (από 0,7% σε 4,8%) και των αποφοίτων Λυκείου κατά 3 μονάδες (από 31,7% σε 34,7%), εξέλιξη που αντανακλά τη συνεχιζόμενη αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολούμενων και μετά την έναρξη της κρίσης.
Το φαινομενικά παράδοξο των παραπάνω συμπερασμάτων εξηγείται από το ότι η μείωση των εργαζομένων με πτυχίο ΑΕΙ (+μεταπτυχιακών και διδακτόρων) από το 2009 έως το 2017 ήταν 13 μονάδες (από το 75% του μεριδίου στο σύνολο της απασχόλησης στο 62% αντιστοίχως), ενώ η μείωση των εργαζομένων στο κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης (Δημοτικό) ήταν 24 μονάδες (από το 33% του μεριδίου στο σύνολο της απασχόλησης το 2009 στο 19% πέρυσι).
Ενδεικτικά, το ποσοστό απασχόλησης στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 66% έναντι μ.ό. 78% στην Ε.Ε.-28, ενώ τη δεύτερη χειρότερη επίδοση εμφανίζει η Κροατία με 73%. Μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%) και ακολούθησαν εκείνοι με εκπαίδευση στο Λύκειο (138,4%), ενώ η μικρότερη στους ανέργους με εκπαίδευση Δημοτικού (55,6%). Παρά το γεγονός ότι στο σύνολο των ανέργων το υψηλότερο μερίδιο καταλαμβάνουν οι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης -παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητο τις τελευταίες 2 δεκαετίες-, η μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, κατά 5 μονάδες, μετά την έναρξη της κρίσης, σημειώθηκε στους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης (από 19% σε 24%). Οι απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα με ανώτατη εκπαίδευση και με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές αυξήθηκαν (με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,8% και 8,2% αντίστοιχα), ενώ οι απασχολούμενοι με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης μειώθηκαν. Οι απασχολούμενοι, όμως, στον δημόσιο τομέα με ανώτατη εκπαίδευση μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 4,3%. Εξάλλου, παρά την αύξηση των ανέργων πτυχιούχων μετά την έναρξη της κρίσης, τα ποσοστά ανεργίας τους, αν και υπερδιπλασιάστηκαν (από 7% σε 17,1% το 2017), παραμένουν τα χαμηλότερα μεταξύ των επιπέδων εκπαίδευσης, λόγω και της φυγής πολλών στο εξωτερικό. Από την άλλη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πιο εύκολη στα άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει διαμορφωθεί στο 10% περίπου το 2017, έναντι 7% το 2009. Τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας επιδεινώνονται για όσους αποφοίτησαν πιο πρόσφατα από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δείχνοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης εργασίας που αντιμετωπίζουν όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Τα ποσοστά των νέων ανέργων -όσοι δηλαδή δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόνείναι, σταθερά τις τελευταίες 2 δεκαετίες, υψηλότερα μεταξύ των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο (43% το 2017, έναντι 39% το 2009 και 43% το 2001), ενώ ακολουθούν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (29% το 2017 και το 2009 από 17% το 2001).
Συνάφεια εκπαίδευσηςαπασχόλησης
Ο βαθμός συνάφειας της εκπαίδευσης με την εργασία που εκτελούν οι απασχολούμενοι μέσης εκπαίδευσης κατατάσσει την Ελλάδα στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι οι απόφοιτοι μέσης τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα δηλώνουν μεγαλύτερη συνάφεια από τους απόφοιτους μέσης γενικής εκπαίδευσης στο Λύκειο. Η εκπαίδευση έχει θετική επίδραση στις προοπτικές απασχόλησης, καθώς π.χ. σε σύγκριση με τους αποφοίτους λυκείου οι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και ΤΕΙ έχουν υψηλότερες πιθανότητες να εργάζονται (κατά 65% και 41% αντίστοιχα). Η επίδραση, ειδικότερα, της ανώτατης εκπαίδευσης στην πρόσβαση στην απασχόληση ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης. Οι πιθανότητες απασχόλησης των αποφοίτων πανεπιστημίων στον δημόσιο τομέα μεταξύ 2008-2016 μειώθηκαν σημαντικά, ενώ αντίθετα τα ΤΕΙ αύξησαν σημαντικά τις πιθανότητες απασχόλησής τους στον ιδιωτικό τομέα, καλύπτοντας σημαντικό μέρος της απόστασής τους από τους αποφοίτους πανεπιστημίων πριν από την έναρξη της κρίσης (από 44,3% το 2008 σε μόλις 7,7% το 2016). Σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα σημειώθηκε και για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, δείχνοντας την αυξανόμενη στροφή της απασχόλησης αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης προς τον ιδιωτικό τομέα.