Χαμηλό το πρόστιμο στο Facebook
Ποινή 500.000 λίρες από τις ρυθμιστικές αρχές για τη διαρροή data
o σκάνδαλο διαρροής προσωTπικών
δεδομένων ήταν από τα μεγαλύτερα στην ιστορία, όχι όμως και το πρόστιμο που επέβαλαν οι ρυθμιστικές αρχές της Βρετανίας στο Facebook για την πολύκροτη υπόθεση Cambridge Analytica. Η Ρυθμιστική Αρχή Πληροφοριών της Βρετανίας ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να επιβάλει ένα μικρό αλλά συμβολικό πρόστιμο στο Facebook για παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία των δεδομένων, μετά την πρόσβαση που απέκτησε η εταιρεία Cambridge Analytica στα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών του μέσου κοινωνικής δικτύωσης χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Το πρόστιμο των 500.000 λιρών (663.850 δολάρια) αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% των εσόδων του Facebook, του μεγαλύτερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης, με συνολική αξία 590 δισ. δολ. Είναι, ωστόσο, το μέγιστο επιτρεπόμενο ποσό και δίνεται έμφαση στο γεγονός ότι οι ρυθμιστικές αρχές επικρίνουν τις επιχειρηματικές πρακτικές του Facebook.
Ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook Μαρκ Ζούκερμπεργκ (φωτογραφία) έχει καταθέσει ενώπιον Αμερικανών και Ευρωπαίων βουλευτών για το πώς η Cambridge Analytica απέκτησε πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα 87 εκατ. χρηστών του Facebook χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Ενημερώνοντας για την πρόοδο της έρευνας αναφορικά με τη χρήση στοιχείων στις εκστρατείες πολιτικών κομμάτων, το γραφείο της Βρετανίδας επιτρόπου Πληροφοριών (ICO) ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει πρόστιμο στο Facebook, αν και η εταιρεία μπορεί να απαντήσει στην επίτροπο πριν ληφθεί η τελική απόφαση.
Η επίτροπος Πληροφοριών Ελίζαμπεθ Ντέναμ δήλωσε ότι το Facebook παρέβη τον νόμο διότι δεν κατάφερε να προστατεύσει τα δεδομένα των χρηστών και δεν ήταν διαφανής για τον τρόπο συλλογής των δεδομένων από άλλους στην πλατφόρμα του. Το Facebook δήλωσε ότι εξετάζει την έκθεση και ότι θα απαντήσει σύντομα. Το πρόστιμο ήταν το μέγιστο που επιτρέπει ο νόμος περί προστασίας δεδομένων της Βρετανίας, ο οποίος έχει πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία GDPR της Ε.Ε., η οποία επιτρέπει την επιβολή προστίμων σε εταιρείες έως και 4% των εσόδων, εάν κριθεί ότι παρέβησαν τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων.