Γιατί η Ελλάδα έχασε την αγορά δέρματος
Μειωμένη ζήτηση βόειου κρέατος λόγω κρίσης και φόροι λειτουργούν αποτρεπτικά στην εγχώρια εκτροφή ζωικού κεφαλαίου
Το δέρμα και τα δερμάτινα προϊόντα, παρά τον ανταγωνισμό από τα συνθετικά, είναι από τα πιο ευρέως εμπορεύσιμα προϊόντα παγκοσμίως, βασιζόμενα σε έναν ανανεώσιμο και άμεσα διαθέσιμο πόρο, τα ζώα, τον οποίο η Ελλάδα δείχνει να χάνει σταδιακά, απομακρυνόμενη από επιχειρηματικές ευκαιρίες σε μια αγορά που ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ - όπως εκτιμάται η αξία του διεθνούς εμπορίου αυτών των προϊόντων, που πριμοδοτείται από την αύξηση του πληθυσμού και την αστικοποίηση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η δυσμενής οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών στη χώρα μας, που συνδέθηκε με μείωση της κατανάλωσης βόειου κρέατος, στην αγορά του οποίου κυριαρχεί το εισαγόμενο λόγω φόρου, δημιούργησε αρνητικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της εγχώριας εκτροφής, παρόλο που η ποιότητα, λόγω διατροφής, είναι υψηλότατη και παρά τον θετικό αντίκτυπο σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη βιομηχανία της ένδυσης. Έτσι ο τομέας δερμάτινων ειδών (άλλα από τα γουνοδέρματα) και κυρίως των προερχομένων από βοοειδή, αν και έχει στρατηγική σημασία για την οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, δεν αποδίδει τα αναμενόμενα, παρά τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Η σχέση με την Τουρκία
Ενδεικτικά σημειώνεται ότι οι ετήσιες εξαγωγές ελληνικών ακατέργαστων δερμάτων στην Τουρκία, με εξαίρεση το 2016 -έτος του πραξικοπήματοςμόλις που υπερβαίνουν τα 3 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017, σύμφωνα με στοιχεία των οικονομικών αρχών στην Άγκυρα, παρατηρήθηκε μια επέκταση των ελληνικών εξαγωγών σε περισσότερες δασμολογικές κλάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και δέρματα μετά τη δέψη. Αντιστοίχως, οι τουρκικές εξαγωγές ακατέργαστων δερμάτων στην Ελλάδα, αν και είναι περιορισμένες, εμφάνισαν τις καλύτερες επιδόσεις το 2017 με εξαγωγές αξίας 411 χιλ. ευρώ και μεγάλο μέρος εξ αυτών να αφορά συνθετικά δέρματα.
Η αγορά ακατέργαστων δερμάτων στην Τουρκία κυριαρχείται από δέρματα προβάτων και αρνιών (80%), γεγονός που αποδίδεται στον μεγάλο αριθμό εκτροφής ζώων αυτών των ειδών. Εκτιμάται ότι την περίοδο 1990-2015 η τουρκική παραγωγή πρόβειου δέρματος περιορίστηκε κατά 51,4%, ενώ αύξηση 23% σημείωσε η παραγωγή δέρματος από βοοειδή, καθώς ο σχετικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 23,8%.
Αναδυόμενος παίκτης η Ρουμανία
Αντίθετα, στην Ελλάδα το ζωικό κεφάλαιο μειώνεται λόγω του υψηλού κόστους λειτουργίας των μονάδων, με μείωση της βασικής δραστηριότητας, που είναι η εκμετάλλευση του κρέατος των ζώων, αλλά και της αξιοποίησης των δερμάτων σε μικρότερη κλίμακα. Πρόσφατα στοιχεία της Ε.Ε. έδειξαν ότι ο κλάδος της ευρωπαϊκής αιγοπροβατοτροφίας πλήττεται από τις χαμηλές τιμές και την πτώση της κατανάλωσης, με την Ελλάδα (αν και παραμένει στην πρώτη πεντάδα σε προβατοτροφία) να είναι από τις χώρες που χάνουν ζωικό κεφάλαιο, αντίθετα με τη Ρουμανία, που αναδεικνύεται ως αναδυόμενος παίκτης.
Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η δορά είναι κτηνοτροφικό υποπροϊόν της παραγωγής κρέατος για το οποίο έχει μικρό ενδιαφέρον η κτηνοτροφία και γι’ αυτό η αξία της δοράς κυμαίνεται σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς λίγο πάνω από 5% της τιμής του σφαγείου.
Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής τα ακατέργαστα δέρματα (ως βιομηχανικό προϊόν με κωδικοποίηση prodcom 4101-4115 που περιλαμβάνει δέρματα βοοειδών, προβατοειδών, αιγοειδών, μόνοπλων κ.ά.- αποτριχωμένα ή με το μαλλί τους, νωπά ή αλατισμένα, ξερά, διατηρημένα με ασβέστη ή άλλα διαλύματα) φαίνεται ότι εξάγονται σε μεγάλο βαθμό, λόγω της έλλειψης υποδομών επεξεργασίας τους στη χώρα μας, με τα προσωρινά στοιχεία για το 2017 να δείχνουν αξία εξαγωγών 35,3 εκατ. ευρώ έναντι εισαγωγών ύψους 19,7 εκατ. ευρώ.
Η βιομηχανία τώρα, για την οποία η ποιότητα και η αξία της δοράς είναι σχεδόν το ήμισυ του κόστους, δεν μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση, αλλά εξαρτάται ουσιαστικά από τη ζήτηση της αγοράς σε κρέας - γεγονός που άλλωστε απαντά στο ερώτημα γιατί οι τιμές δεν επηρεάζονται από τις διαθέσιμες ποσότητες ακατέργαστων δερμάτων, αλλά κυρίως από την καταναλωτική ζήτηση.
Η αγορά ανάλογα με την πρώτη ύλη
Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα της επεξεργασίας δερμάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι καλύπτει τις δορές μεγάλων ζώων (hides), όπως αγελάδες, μοσχάρια, βοοειδή, άλογα, τις δορές μικρών ζώων (skins), όπως αρνιά, πρόβατα, κουνέλια κ.ά., και ερπετά, όπως φίδια, σαύρες και κροκόδειλοι. Η χρήση των δερμάτων ανάλογα με την πρώτη ύλη ποικίλλει, από επένδυση γυναικείων αξεσουάρ, βιβλία, τσάντες και παπούτσια, μέχρι σόλες, λουριά και ιμάντες μηχανών.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η βυρσοδεψία έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, αφού η πρώτη παραγωγική μονάδα ιδρύθηκε το 1830. Ειδικά στην Αθήνα, η δερματουργία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ενώ άνθησε στη Σύρο και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ωστόσο επηρεάστηκε από την εμφάνιση του καουτσούκ αλλά και την αδυναμία των βιοτεχνιών να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα απόβλητά τους, με αποτέλεσμα ήδη από τη δεκαετία του 1950 να αρχίσουν τα… λουκέτα. Από το 1985, που λειτουργούσαν περίπου 370-375 μονάδες, μέχρι το 2000-2005 είχαν μείνει λιγότερες από τις μισές, αφού σε μία 20ετία ο κλάδος συρρικνώθηκε κατά 60% και ο κύκλος εργασιών του μειώθηκε στο 1/5. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο κλάδος έφθασε να αξιοποιεί μόνο το 20% των 150 εκατ. ελληνικών δερμάτων που σφάζονταν στη χώρα μας, με την προστιθέμενη αξία του υπόλοιπου 80% να την αξιοποιούν Τούρκοι, Ιταλοί και Ισπανοί.
Εν πολλοίς αυτή η τάση συνεχίζεται σήμερα οπότε το περιβάλλον είναι έντονα ανταγωνιστικό.
Σε όλο τον κόσμο άλλωστε παρατηρείται μετατόπιση της παραγωγής και της αλυσίδας εφοδιασμού από τις βιομηχανικές στις αναπτυσσόμενες χώρες, με αναδυόμενες οικονομίες να γίνονται τώρα σημαντικοί παίκτες του παγκόσμιου εμπορίου - αφού μπορούν να διαχειριστούν ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού από μόνες τους. Έτσι μεταλλάσσονται γρήγορα σε σημαντικούς προμηθευτές τελικών προϊόντων με προστιθέμενη αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου 45% των υποδημάτων δημιουργείται στην Κίνα. Άλλες αναπτυσσόμενες χώρες -και ιδίως οι λιγότερο αναπτυγμένες- λόγω του μεγάλου ζωικού κεφαλαίου τους έχουν αξιοσημείωτο δυναμικό ανάπτυξης, αλλά αυτό παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Αυτό οφείλεται κυρίως σε αδυναμίες στην τεχνογνωσία, στην πρόσβαση σε πληροφορίες, στην προβολή, στη διαχείριση της ποιότητας, στο μάρκετινγκ, στις επενδύσεις και στις διεθνείς βιομηχανικές συμμαχίες.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία δέρματος καλύπτει ποικίλα προϊόντα και βιομηχανικές διεργασίες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., η επεξεργασία των πρώτων υλών και η μετατροπή του ακατέργαστου δέρματος ή του δέρματος σε προϊόν ένδυσης απαιτεί καθετοποιημένες μονάδες παραγωγής βυρσοδεψιών. Η βιομηχανία χρησιμοποιεί δορές και δέρματα (υποπροϊόντα από τη βιομηχανία κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων) τα οποία διαφορετικά θα απορρίπτονταν σε χώρους υγειονομικής ταφής ή αποτέφρωσης.
Οι σημαντικότερες αγορές για τη βιομηχανία βυρσοδεψιών της Ε.Ε. είναι: τα υποδήματα (με μερίδιο 41% στο σύνολο της βιομηχανίας), τα έπιπλα (17%), η αυτοκινητοβιομηχανία (13%), τα δερμάτινα είδη (19%), τα ρούχα (8%) και άλλα είδη (2%).
Η μεταποίηση δερμάτων δημιουργεί επίσης και άλλα υποπροϊόντα, όπως η παραγωγή ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς, τα χημικά προϊόντα, τα καλλυντικά και τα λιπάσματα.
Ο κλάδος των δερμάτινων και συναφών ειδών περιλαμβάνει περίπου 36.000 επιχειρήσεις, με συνολικό κύκλο εργασιών 48 δισ. ευρώ, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές απασχολούν περίπου 435.000 άτομα.
Η Ε.Ε. είναι πηγή ορισμένων δερμάτων μόσχου με την υψηλότερη αξία όσον αφορά το δέρμα και την πρώτη ύλη. Οι βυρσοδεψίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συνήθως οικογενειακές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η βιομηχανική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στις περιφέρειες είναι σημαντική για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, καθώς συχνά αποτελεί τον κύριο δημιουργό πλούτου και απασχόλησης. Οι ευρωπαϊκές βυρσοδεψίες αντιμετωπίζουν δύο τύπους εμποδίων: ως προς την εξαγωγή τελικού δέρματος και ως προς την πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Πρόκειται για σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Δεδομένου ότι η πρόσβαση σε ευρωπαϊκές πρώτες ύλες έχει καταστεί δυσχερέστερη (διότι η παραγωγή βοδινού κρέατος και το ποσοστό σφαγής έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια), η πρόσβαση σε πρώτες ύλες εκτός Ευρώπης είναι καθοριστικής σημασίας. Πολλές χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. διατηρούν απαγορεύσεις στις εξαγωγές και περιορισμούς για τα ακατέργαστα δέρματα.
Σημειώνεται ότι σε δέρμα μετατρέπεται σχεδόν το 1/5 της αρχικής ποσότητας πρώτης ύλης, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό να γίνεται απόβλητα και παραπροϊόντα. Κι αυτό είναι μια σημαντική πρόκληση της βιοτεχνίας που βασίζεται στα πλεονεκτήματα της χρήσης του δέρματος, όπως π.χ. στην υποδηματοποιία, όπου το δέρμα προτιμάται λόγω: της δυνατότητας του υλικού να παραμορφωθεί ανάλογα με το σχήμα του ποδιού, του επιπέδου υγρασίας, της δυνατότητάς του να επιτρέπει στον αέρα, αλλά όχι στο νερό να διαπερνά τη διατομή του. Το τελευταίο άλλωστε διατηρεί ανταγωνιστικό το δέρμα έναντι των συνθετικών προϊόντων, τουλάχιστον στις βασικές του χρήσεις, ένδυσης - υπόδησης.
Εν κατακλείδι, τα δέρματα, ως τελικό προϊόν της ζωικής παραγωγής αποτελούν σημαντικό και πολύτιμο πόρο για μια χώρα. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο σχεδόν ποτέ δεν αξιοποιούνται πλήρως, καθώς θεωρούνται ακάθαρτα υλικά και καταλήγουν να απορρίπτονται ή να σπαταλούνται λόγω άγνοιας ή παραπληροφόρησης.