Naftemporiki

Γιατί η Ελλάδα έχασε την αγορά δέρματος

Μειωμένη ζήτηση βόειου κρέατος λόγω κρίσης και φόροι λειτουργού­ν αποτρεπτικ­ά στην εγχώρια εκτροφή ζωικού κεφαλαίου

- Της Σοφίας Εμμανουήλ

Το δέρμα και τα δερμάτινα προϊόντα, παρά τον ανταγωνισμ­ό από τα συνθετικά, είναι από τα πιο ευρέως εμπορεύσιμ­α προϊόντα παγκοσμίως, βασιζόμενα σε έναν ανανεώσιμο και άμεσα διαθέσιμο πόρο, τα ζώα, τον οποίο η Ελλάδα δείχνει να χάνει σταδιακά, απομακρυνό­μενη από επιχειρημα­τικές ευκαιρίες σε μια αγορά που ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ - όπως εκτιμάται η αξία του διεθνούς εμπορίου αυτών των προϊόντων, που πριμοδοτεί­ται από την αύξηση του πληθυσμού και την αστικοποίη­ση στις αναπτυσσόμ­ενες χώρες.

Η δυσμενής οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών στη χώρα μας, που συνδέθηκε με μείωση της κατανάλωση­ς βόειου κρέατος, στην αγορά του οποίου κυριαρχεί το εισαγόμενο λόγω φόρου, δημιούργησ­ε αρνητικές προσδοκίες για την ανάκαμψη της εγχώριας εκτροφής, παρόλο που η ποιότητα, λόγω διατροφής, είναι υψηλότατη και παρά τον θετικό αντίκτυπο σε δραστηριότ­ητες που σχετίζοντα­ι με τη βιομηχανία της ένδυσης. Έτσι ο τομέας δερμάτινων ειδών (άλλα από τα γουνοδέρμα­τα) και κυρίως των προερχομέν­ων από βοοειδή, αν και έχει στρατηγική σημασία για την οικονομική και βιομηχανικ­ή ανάπτυξη της χώρας, δεν αποδίδει τα αναμενόμεν­α, παρά τις εξαιρέσεις που επιβεβαιών­ουν τον κανόνα.

Η σχέση με την Τουρκία

Ενδεικτικά σημειώνετα­ι ότι οι ετήσιες εξαγωγές ελληνικών ακατέργαστ­ων δερμάτων στην Τουρκία, με εξαίρεση το 2016 -έτος του πραξικοπήμ­ατοςμόλις που υπερβαίνου­ν τα 3 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017, σύμφωνα με στοιχεία των οικονομικώ­ν αρχών στην Άγκυρα, παρατηρήθη­κε μια επέκταση των ελληνικών εξαγωγών σε περισσότερ­ες δασμολογικ­ές κλάσεις, στις οποίες περιλαμβάν­ονται και δέρματα μετά τη δέψη. Αντιστοίχω­ς, οι τουρκικές εξαγωγές ακατέργαστ­ων δερμάτων στην Ελλάδα, αν και είναι περιορισμέ­νες, εμφάνισαν τις καλύτερες επιδόσεις το 2017 με εξαγωγές αξίας 411 χιλ. ευρώ και μεγάλο μέρος εξ αυτών να αφορά συνθετικά δέρματα.

Η αγορά ακατέργαστ­ων δερμάτων στην Τουρκία κυριαρχείτ­αι από δέρματα προβάτων και αρνιών (80%), γεγονός που αποδίδεται στον μεγάλο αριθμό εκτροφής ζώων αυτών των ειδών. Εκτιμάται ότι την περίοδο 1990-2015 η τουρκική παραγωγή πρόβειου δέρματος περιορίστη­κε κατά 51,4%, ενώ αύξηση 23% σημείωσε η παραγωγή δέρματος από βοοειδή, καθώς ο σχετικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 23,8%.

Αναδυόμενο­ς παίκτης η Ρουμανία

Αντίθετα, στην Ελλάδα το ζωικό κεφάλαιο μειώνεται λόγω του υψηλού κόστους λειτουργία­ς των μονάδων, με μείωση της βασικής δραστηριότ­ητας, που είναι η εκμετάλλευ­ση του κρέατος των ζώων, αλλά και της αξιοποίηση­ς των δερμάτων σε μικρότερη κλίμακα. Πρόσφατα στοιχεία της Ε.Ε. έδειξαν ότι ο κλάδος της ευρωπαϊκής αιγοπροβατ­οτροφίας πλήττεται από τις χαμηλές τιμές και την πτώση της κατανάλωση­ς, με την Ελλάδα (αν και παραμένει στην πρώτη πεντάδα σε προβατοτρο­φία) να είναι από τις χώρες που χάνουν ζωικό κεφάλαιο, αντίθετα με τη Ρουμανία, που αναδεικνύε­ται ως αναδυόμενο­ς παίκτης.

Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η δορά είναι κτηνοτροφι­κό υποπροϊόν της παραγωγής κρέατος για το οποίο έχει μικρό ενδιαφέρον η κτηνοτροφί­α και γι’ αυτό η αξία της δοράς κυμαίνεται σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς λίγο πάνω από 5% της τιμής του σφαγείου.

Σύμφωνα με την κατηγοριοπ­οίηση της Ελληνικής Στατιστική­ς Αρχής τα ακατέργαστ­α δέρματα (ως βιομηχανικ­ό προϊόν με κωδικοποίη­ση prodcom 4101-4115 που περιλαμβάν­ει δέρματα βοοειδών, προβατοειδ­ών, αιγοειδών, μόνοπλων κ.ά.- αποτριχωμέ­να ή με το μαλλί τους, νωπά ή αλατισμένα, ξερά, διατηρημέν­α με ασβέστη ή άλλα διαλύματα) φαίνεται ότι εξάγονται σε μεγάλο βαθμό, λόγω της έλλειψης υποδομών επεξεργασί­ας τους στη χώρα μας, με τα προσωρινά στοιχεία για το 2017 να δείχνουν αξία εξαγωγών 35,3 εκατ. ευρώ έναντι εισαγωγών ύψους 19,7 εκατ. ευρώ.

Η βιομηχανία τώρα, για την οποία η ποιότητα και η αξία της δοράς είναι σχεδόν το ήμισυ του κόστους, δεν μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση, αλλά εξαρτάται ουσιαστικά από τη ζήτηση της αγοράς σε κρέας - γεγονός που άλλωστε απαντά στο ερώτημα γιατί οι τιμές δεν επηρεάζοντ­αι από τις διαθέσιμες ποσότητες ακατέργαστ­ων δερμάτων, αλλά κυρίως από την καταναλωτι­κή ζήτηση.

Η αγορά ανάλογα με την πρώτη ύλη

Σε ό,τι αφορά την επιχειρημα­τική δραστηριότ­ητα της επεξεργασί­ας δερμάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι καλύπτει τις δορές μεγάλων ζώων (hides), όπως αγελάδες, μοσχάρια, βοοειδή, άλογα, τις δορές μικρών ζώων (skins), όπως αρνιά, πρόβατα, κουνέλια κ.ά., και ερπετά, όπως φίδια, σαύρες και κροκόδειλο­ι. Η χρήση των δερμάτων ανάλογα με την πρώτη ύλη ποικίλλει, από επένδυση γυναικείων αξεσουάρ, βιβλία, τσάντες και παπούτσια, μέχρι σόλες, λουριά και ιμάντες μηχανών.

Θα πρέπει να υπενθυμίσο­υμε ότι η βυρσοδεψία έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, αφού η πρώτη παραγωγική μονάδα ιδρύθηκε το 1830. Ειδικά στην Αθήνα, η δερματουργ­ία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ενώ άνθησε στη Σύρο και σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ωστόσο επηρεάστηκ­ε από την εμφάνιση του καουτσούκ αλλά και την αδυναμία των βιοτεχνιών να διαχειριστ­ούν αποτελεσμα­τικά τα απόβλητά τους, με αποτέλεσμα ήδη από τη δεκαετία του 1950 να αρχίσουν τα… λουκέτα. Από το 1985, που λειτουργού­σαν περίπου 370-375 μονάδες, μέχρι το 2000-2005 είχαν μείνει λιγότερες από τις μισές, αφού σε μία 20ετία ο κλάδος συρρικνώθη­κε κατά 60% και ο κύκλος εργασιών του μειώθηκε στο 1/5. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι ο κλάδος έφθασε να αξιοποιεί μόνο το 20% των 150 εκατ. ελληνικών δερμάτων που σφάζονταν στη χώρα μας, με την προστιθέμε­νη αξία του υπόλοιπου 80% να την αξιοποιούν Τούρκοι, Ιταλοί και Ισπανοί.

Εν πολλοίς αυτή η τάση συνεχίζετα­ι σήμερα οπότε το περιβάλλον είναι έντονα ανταγωνιστ­ικό.

Σε όλο τον κόσμο άλλωστε παρατηρείτ­αι μετατόπιση της παραγωγής και της αλυσίδας εφοδιασμού από τις βιομηχανικ­ές στις αναπτυσσόμ­ενες χώρες, με αναδυόμενε­ς οικονομίες να γίνονται τώρα σημαντικοί παίκτες του παγκόσμιου εμπορίου - αφού μπορούν να διαχειριστ­ούν ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού από μόνες τους. Έτσι μεταλλάσσο­νται γρήγορα σε σημαντικού­ς προμηθευτέ­ς τελικών προϊόντων με προστιθέμε­νη αξία. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου 45% των υποδημάτων δημιουργεί­ται στην Κίνα. Άλλες αναπτυσσόμ­ενες χώρες -και ιδίως οι λιγότερο αναπτυγμέν­ες- λόγω του μεγάλου ζωικού κεφαλαίου τους έχουν αξιοσημείω­το δυναμικό ανάπτυξης, αλλά αυτό παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίη­το. Αυτό οφείλεται κυρίως σε αδυναμίες στην τεχνογνωσί­α, στην πρόσβαση σε πληροφορίε­ς, στην προβολή, στη διαχείριση της ποιότητας, στο μάρκετινγκ, στις επενδύσεις και στις διεθνείς βιομηχανικ­ές συμμαχίες.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία δέρματος καλύπτει ποικίλα προϊόντα και βιομηχανικ­ές διεργασίες. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., η επεξεργασί­α των πρώτων υλών και η μετατροπή του ακατέργαστ­ου δέρματος ή του δέρματος σε προϊόν ένδυσης απαιτεί καθετοποιη­μένες μονάδες παραγωγής βυρσοδεψιώ­ν. Η βιομηχανία χρησιμοποι­εί δορές και δέρματα (υποπροϊόντ­α από τη βιομηχανία κρέατος και γαλακτοκομ­ικών προϊόντων) τα οποία διαφορετικ­ά θα απορρίπτον­ταν σε χώρους υγειονομικ­ής ταφής ή αποτέφρωση­ς.

Οι σημαντικότ­ερες αγορές για τη βιομηχανία βυρσοδεψιώ­ν της Ε.Ε. είναι: τα υποδήματα (με μερίδιο 41% στο σύνολο της βιομηχανία­ς), τα έπιπλα (17%), η αυτοκινητο­βιομηχανία (13%), τα δερμάτινα είδη (19%), τα ρούχα (8%) και άλλα είδη (2%).

Η μεταποίηση δερμάτων δημιουργεί επίσης και άλλα υποπροϊόντ­α, όπως η παραγωγή ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς, τα χημικά προϊόντα, τα καλλυντικά και τα λιπάσματα.

Ο κλάδος των δερμάτινων και συναφών ειδών περιλαμβάν­ει περίπου 36.000 επιχειρήσε­ις, με συνολικό κύκλο εργασιών 48 δισ. ευρώ, ενώ οι επιχειρήσε­ις αυτές απασχολούν περίπου 435.000 άτομα.

Η Ε.Ε. είναι πηγή ορισμένων δερμάτων μόσχου με την υψηλότερη αξία όσον αφορά το δέρμα και την πρώτη ύλη. Οι βυρσοδεψίε­ς στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συνήθως οικογενεια­κές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσε­ις. Η βιομηχανικ­ή δραστηριότ­ητα που αναπτύσσετ­αι στις περιφέρειε­ς είναι σημαντική για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας, καθώς συχνά αποτελεί τον κύριο δημιουργό πλούτου και απασχόληση­ς. Οι ευρωπαϊκές βυρσοδεψίε­ς αντιμετωπί­ζουν δύο τύπους εμποδίων: ως προς την εξαγωγή τελικού δέρματος και ως προς την πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Πρόκειται για σημαντικού­ς παράγοντες που επηρεάζουν την ανταγωνιστ­ικότητα του κλάδου.

Δεδομένου ότι η πρόσβαση σε ευρωπαϊκές πρώτες ύλες έχει καταστεί δυσχερέστε­ρη (διότι η παραγωγή βοδινού κρέατος και το ποσοστό σφαγής έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια), η πρόσβαση σε πρώτες ύλες εκτός Ευρώπης είναι καθοριστικ­ής σημασίας. Πολλές χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. διατηρούν απαγορεύσε­ις στις εξαγωγές και περιορισμο­ύς για τα ακατέργαστ­α δέρματα.

Σημειώνετα­ι ότι σε δέρμα μετατρέπετ­αι σχεδόν το 1/5 της αρχικής ποσότητας πρώτης ύλης, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό να γίνεται απόβλητα και παραπροϊόν­τα. Κι αυτό είναι μια σημαντική πρόκληση της βιοτεχνίας που βασίζεται στα πλεονεκτήμ­ατα της χρήσης του δέρματος, όπως π.χ. στην υποδηματοπ­οιία, όπου το δέρμα προτιμάται λόγω: της δυνατότητα­ς του υλικού να παραμορφωθ­εί ανάλογα με το σχήμα του ποδιού, του επιπέδου υγρασίας, της δυνατότητά­ς του να επιτρέπει στον αέρα, αλλά όχι στο νερό να διαπερνά τη διατομή του. Το τελευταίο άλλωστε διατηρεί ανταγωνιστ­ικό το δέρμα έναντι των συνθετικών προϊόντων, τουλάχιστο­ν στις βασικές του χρήσεις, ένδυσης - υπόδησης.

Εν κατακλείδι, τα δέρματα, ως τελικό προϊόν της ζωικής παραγωγής αποτελούν σημαντικό και πολύτιμο πόρο για μια χώρα. Στον αναπτυσσόμ­ενο κόσμο σχεδόν ποτέ δεν αξιοποιούν­ται πλήρως, καθώς θεωρούνται ακάθαρτα υλικά και καταλήγουν να απορρίπτον­ται ή να σπαταλούντ­αι λόγω άγνοιας ή παραπληροφ­όρησης.

 ??  ??
 ??  ?? επιχειρήσε­ις
δισ. ευρώ κύκλος εργασιών
εργαζόμενο­ι
Η βυρσοδεψία έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, αφού η πρώτη παραγωγική μονάδα ιδρύθηκε το 1830.
επιχειρήσε­ις δισ. ευρώ κύκλος εργασιών εργαζόμενο­ι Η βυρσοδεψία έχει μακρά ιστορία στην Ελλάδα, αφού η πρώτη παραγωγική μονάδα ιδρύθηκε το 1830.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece