Πώς η Ελλάδα θα κερδίσει τις αγορές
Τρεις εκδοχές για προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτών με σύμμαχο το θετικό κλίμα στα ομόλογα
Τώρα που η Ελλάδα κλείνει το κεφάλαιο των μνημονίων, τερματίζει και μία εποχή που στιγματίστηκε από την άνοδο των αποδόσεων των 10ετών κρατικών ομολόγων πάνω από το 40%, όπως επισημαίνει ανάλυση του Reuters.
Παρότι έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση έως το 2020, η Ελλάδα θα πρέπει να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές στις αγορές ομολόγων της, ούτως ώστε να δύναται να χρηματοδοτείται ανεξάρτητα όταν η οικονομική βοήθεια πάψει να υφίσταται. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, σύμφωνα με την ανάλυση, με μία νέα ομολογιακή έκδοση, ούτως ώστε η Αθήνα να επωφεληθεί του θετικού κλίματος που επικρατεί αυτή τη στιγμή στις αγορές, με τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή με περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας.
Στο πρόγραμμα της ΕΚΤ
Για να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η Ελλάδα θα πρέπει να περάσει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της ΕΚΤ και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί προτού η χώρα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο με τους πιστωτές της στο Eurogroup.
Στο 180%, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Ο οικονομολόγος της Barclays Φρανσουά Καμπό εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει ελληνικά κρατικά το περιορισμένο μέγεθος της ελληνικής αγοράς και ο χαμηλός όγκος, δεδομένου ότι ομόλογα αξίας μόλις 40 δισ. ευρώ είναι αυτή τη στιγμή υπό διαπραγμάτευση, εκπροσωπώντας μία πολύ μικρή μερίδα της αγοράς των 2 θα μπορούσε να έχει απόδοση περίπου 4%.
Αυτό θα ήταν ελκυστικό, δεδομένου ότι πρόκειται για απόδοση 10 φορές υψηλότερη από αυτή που προσφέρουν τα ασφαλή γερμανικά, καθώς και πολύ υψηλότερη η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας.
Παρότι αναβαθμίστηκε από την S&P και την DBRS μετά τη συμφωνία με τους πιστωτές τον Ιούνιο, το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να αξιολογείται στη βαθμίδα Β+/Β3/Β από τους τρεις κορυφαίους οίκους - πέντε έως επτά μονάδες χαμηλότερα από τη βαθμίδα επενδυτικού βαθμού (investment grade).
Για παράδειγμα, η Moody’s αξιολογεί την Ελλάδα στην ίδια βαθμίδα με την Αγκόλα, την Αίγυπτο και το Εκουαδόρ. Αυτό την αφήνει εκτός μεγάλων ομολογιακών δεικτών που τα περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια χρησιμοποιούν ως σημεία αναφοράς. Για παράδειγμα, για να συμπεριληφθεί στον δείκτη Ευρωζώνης Markit iBOXX EUR, που έχει κεφαλαιοποίηση άνω των 6 τρισ. ευρώ, η Ελλάδα χρειάζεται μία αξιολόγηση στο ΒΒΒ το λιγότερο. Αυτό θα χρειαστεί κάποιο χρόνο, με δεδομένο ότι η Πορτογαλία χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ανέβει ξανά στην επενδυτική βαθμίδα (investment grade). Κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει τα χνάρια των Ισπανίας και Πορτογαλίας, των οποίων το 10ετές κόστος δανεισμού υποχώρησε 280 και 200 μονάδες βάσης αντίστοιχα από το 2014, όταν εξήλθαν από τα πακέτα διάσωσης.