Σε διαρκή πτώση η παραγωγικότητα παρά την ανάκαμψη
Μειώνεται από το 2009
Μια
οικονομία με χαμηλή και μειούμενη παραγωγικότητα δεν μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστική, προειδοποιεί ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο του. Όπως τονίζεται αρμοδίως, το πρόβλημα της χαμηλής και μειούμενης παραγωγικότητας στην Ελλάδα εδράζεται στο γεγονός ότι οι κλάδοι εντάσεως εργασίας υπερτερούν των κλάδων εντάσεως κεφαλαίου.
Στη φάση της ανάκαμψης της οικονομίας, οι κλάδοι που παρουσιάζουν υψηλή αύξηση της ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας, είναι grosso modo και οι κλάδοι που εμφανίζουν μεγαλύτερη μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, με τους απασχολούμενους να αυξάνουν ταχύτερα από ό,τι αυξάνουν οι ώρες εργασίας, ένδειξη ότι οι πιο δυναμικοί κλάδοι, κυρίως στη μεταποίηση, προχωρούν γρηγορότερα σε προσλήψεις. Αντιθέτως, οι κλάδοι που παρουσιάζουν μείωση της παραγωγικότητας είναι κλάδοι όπου οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο αυξάνουν ταχύτερα, ένδειξη ότι προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο εντατικά το υφιστάμενο εργατικό δυναμικό και πιο ευέλικτες μορφές εργασίας, παρά να προσλάβουν εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, καθώς στους κλάδους αυτούς επικρατεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα ως προς την ένταση και διάρκεια της ανάκαμψης.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η εδραίωση συνθηκών ισχυρής ανάπτυξης απαιτεί τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά απασχολούμενο). Όμως η ανάκαμψη της οικονομίας και η μείωση της ανεργίας δεν οδηγούν αυτόματα και σε αύξηση της παραγωγικότητας. Ακόμη και το 2017, όταν η οικονομία κατέγραψε θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ +1,4%, η παραγωγικότητα συνέχισε να μειώνεται κατά -0,8%, όπως συμβαίνει συνεχώς από το 2008 και μετά. Υπεύθυνη για αυτή την εξέλιξη είναι η εκτεταμένη αποεπένδυση.
Ιστορικά, καταγράφεται ότι από το 2013 έως το 2017, όταν η ανεργία μειώθηκε κατά 7 π.μ. περίπου και οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά +4,3%, η μεταβολή του ΑΕΠ ανά απασχολούμενο περιορίσθηκε σε 2,7%. Αυτό, κατά τον ΣΕΒ, υποδεικνύει ότι ο παραγωγικός μηχανισμός της χώρας ανταποκρινόταν στην αύξηση της ζήτησης (κυρίως λόγω εξαγωγών αγαθών -μεταποίηση- και υπηρεσιών - τουρισμός), με τον υπάρχοντα κεφαλαιακό εξοπλισμό, αφού οι επενδύσεις κατά κανόνα μειώνονταν.
Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος, το 2017, με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ +7,8%, +2,7%, +3,1% και +3,9%, η παραγωγικότητα μεταβλήθηκε αντιστοίχως κατά +5,8%, -0,6%, +0,5% και +0,3%. Επίσης, σε άλλες χώρες που το 2017 επιδείκνυαν υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβενία (+16,8% και +10,3% αντιστοίχως) η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά +2,0% και +2,2% αντιστοίχως.
Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξανόταν άλλοτε με υψηλούς και άλλοτε με χαμηλότερους ρυθμούς, μέχρι και τη μεγάλη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2007-2009.
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η παραγωγικότητα μειώνεται συνεχώς, σε μια περίοδο όπου οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 60% περίπου. Οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας τα επόμενα 40 χρόνια, στις υποθέσεις για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, δεν υπερβαίνουν κατά πολύ το 1% ετησίως. «Η Ελλάδα γερνάει με ταχείς ρυθμούς», υπογραμμίζει ο ΣΕΒ. «Το εργατικό δυναμικό, εάν δεν αλλάξει δραστικά το δημογραφικό (και είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο, να αλλάξει) θα μειώνεται ετησίως κατά -0,4%, σύμφωνα με τις επίσημες δημογραφικές προβλέψεις της Κομισιόν. Συνεπώς, για να καλυφθεί το έλλειμμα εργατικού δυναμικού και να πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% απαιτείται μια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,4% τον χρόνο».