Αναβαθμίζει και συγχρόνως προειδοποιεί η S&P
MΣε τροχιά αναβαθμίσεων έχει εισέλθει πλέον η χώρα, καθώς την Παρασκευή ο οίκος Standard and Poor’s διατήρησε μεν τη βαθμίδα «Β+» και «Β» για τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη -αντίστοιχα- πιστοληπτική ικανότητα, όμως αναβάθμισε τις προοπτικές (outlook), από σταθερές σε θετικές. Το μήνυμα της συγκεκριμένης κίνησης είναι θετικό και προοιωνίζεται νέα επικείμενη αναβάθμιση από τον οίκο, ίσως νωρίτερα από την επόμενη προγραμματισμένη αναθεώρηση. «Παραδοσιακά» δε η S&P πάντα προηγούνταν και ήταν κάπως πιο γενναιόδωρη στις αξιολογήσεις έναντι των υπολοίπων.
Σημειώνεται ότι τη σκυτάλη αναμένεται να πάρει στις 10 Αυγούστου ο οίκος Fitch, ο οποίος επίσης είχε διατηρήσει θετικές τις προοπτικές της Ελλάδας στην τελευταία αναβάθμισή του και μέχρι τώρα έχει σημειώσει ότι η πορεία της οικονομίας επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις του. Από την άλλη, σημαντική θεωρείται η αξιολόγηση της Moody’s τον Σεπτέμβριο, η οποία μέχρι σήμερα διατηρεί απόσταση δύο βαθμίδων χαμηλότερα σε σχέση με τους δύο άλλους οίκους. Όπως σημειώνεται στην έκθεση της Standard and Poor’s, οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την πιθανότητα αναβάθμισης εάν η κυβέρνηση εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, οδηγώντας σε ισχυρότερη οικονομική ανάκαμψη.
Μια άλλη ενδεχόμενη παράμετρος που θα προωθούσε μια αναβάθμιση θα ήταν η σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος της χώρας, παράλληλα με την κατάργηση των capital controls.
Οι αναλυτές του οίκου πάντως προειδοποιούν ότι θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν τις προοπτικές και πάλι σε σταθερές «αν, αντίθετα με τις προσδοκίες μας, διαπιστωθεί αντιστροφή στην πορεία των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί ή εάν η πορεία της ανάπτυξης είναι ασθενέστερη από ό,τι περιμένουμε, περιορίζοντας την ικανότητα της Ελλάδας να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή, τη μείωση του χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Σύμφωνα με τη S&P, το διάστημα 2016-2017 η κυβέρνηση παρουσίασε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ενώ η πολυετής ύφεση έληξε.
Ωστόσο, καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της χώρας και τη βιωσιμότητα του χρέους θα παίξουν οι αναπτυξιακές πολιτικές και όχι τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.
Κατά τα επόμενα τρία χρόνια ο οίκος αναμένει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 2,0%-2,5%. Βέβαια, για να υπάρξει δυνατότητα ισχυρότερων αποτελεσμά των, η κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα για να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον, ώστε να προσελκύσει ισχυρότερες εισροές επενδύσεων από το εξωτερικό.
Χρέος
Ο οίκος κάνει ειδική αναφορά στο χρέος και υπενθυμίζει ότι, τον Ιούνιο, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας αποφάσισαν την ελάφρυνσή του. Η τελική εκταμίευση των δόσεων με το τέλος του προγράμματος θα παράσχει επίσης στην Ελλάδα ένα αρκετά μεγάλο αποθεματικό, το οποίο, σύμφωνα με τον οίκο, θα καλύψει την εξυπηρέτηση του χρέους της κυβέρνησης έως το 2022. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ εκτιμά ότι θα μειωθεί από το 2019, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη. Παρ’ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προσδοκίες για ανάπτυξη και την παραδοχή ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πιθανότατα θα εξαντληθεί γύρω στο 2% του ΑΕΠ έως το 2023, ο οίκος δεν αναμένει το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ μέχρι το 2030.
Τράπεζες
Το 2017 οι ελληνικές τράπεζες επιτάχυναν την πρόοδο στη μείωση των NPEs, αν και εξακολουθούν να αποτελούν σχεδόν το ήμισυ των συνολικών δανείων, πάντως σε απόλυτες τιμές μειώθηκαν κατά σχεδόν 8,5 δισ. ευρώ.
Πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, συμπεριλαμβανομένων της εφαρμογής εξωδικαστικού μηχανισμού, των αναδιαρθρώσεων, της ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, έχουν λάβει χώρα από την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο η S&P εκτιμά ότι οι διαγραφές δανείων είναι πιθανό να παραμείνουν το σημαντικότερο μέσο για τη μείωση των NPEs. Το μεγάλο απόθεμα NPEs περιορίζει την αποτελεσματική μετάδοση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην ελληνική οικονομία.
Κατά την προηγούμενη χρονιά οι συστημικές τράπεζες της Ελλάδας (Εθνική, Eurobank, Πειραιώς, Alpha Bank) προχώρησαν στην έκδοση καλυμμένων ομολόγων, βγαίνοντας στις αγορές ξανά μετά το 2014.
Από τις αρχές του 2018 οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν την εξάρτησή τους από την έκτακτη ρευστότητα της ΕΚΤ (ELA) και σ’ αυτό έχει συμβάλει η αύξηση των καταθέσεων. Ωστόσο, η χρηματοδότηση παραμένει κυρίως βραχυπρόθεσμη. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος διάσωσης τον Αύγουστο του 2018 οι ελληνικές τράπεζες πιθανόν να χάσουν το waiver, που τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση στην τακτική χρηματοδότηση της ΕΚΤ χρησιμοποιώντας ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εξασφάλιση. Δεδομένου ότι η χρηματοδότηση αυτή είναι σχετικά μικρή (περίπου 4 δισ. ευρώ), η S&P δεν προβλέπει διακοπή της χρηματοδότησης των τραπεζών από την απώλεια του waiver.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι όσο διατηρούνται τα capital controls οι ελληνικές τράπεζες δεν αναμένεται να ευνοηθούν από την αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων από τους οίκους. Όμως θεωρείται βέβαιο ότι αναμένονται θετικές αξιολογήσεις για διάφορα στοιχεία του ενεργητικού τους, όπως καλυμμένα ομόλογα και τιτλοποιήσεις, καθώς και μια καλύτερη απόδοση εν όψει της λειτουργίας της δευτερογενούς δανείων. Αυτό σημαίνει ότι με βάση το ενεργητικό αυτό οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να μοχλεύσουν ρευστότητα.