«Ναι μεν, αλλά» από το ΔΝΤ για οικονομία και τράπεζες
Πιο απαισιόδοξες οι οικονομικές προβλέψεις σε σχέση με την Κομισιόν
Να μην υπάρξει καμία αλλαγή στα ήδη νομοθετημένα μέτρα, όπως η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις αλλά και η μείωση του αφορολογήτου, ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με την έκθεση που συνέταξε στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Το ΔΝΤ παραδέχεται ότι μετά και τα μέτρα διευθέτησης που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup του Ιουνίου, το χρέος είναι βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, ζητεί πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, καθώς σε μακροπρόθεσμη βάση -και ειδικά μετά το 2038- το Ταμείο εκτιμά ότι οι ετήσιες ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους θα ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα το ΔΝΤ επιμένει σε δυσμενέστερες παραδοχές για την εξέλιξη των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2060, συγκριτικά με τις αντίστοιχες που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με πρόβλεψη για ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 2,9% έως το 2060, πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% για την ίδια περίοδο και μέσο επιτόκιο δανεισμού της τάξεως του 2,9%, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Αναφορικά με τις τράπεζες, το Ταμείο επισημαίνει τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, αλλά την ίδια στιγμή αναφέρεται στην αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να χορηγήσουν καινούργιες πιστώσεις. Βελτιώνονται, όπως λέει, τα μεγέθη των ισολογισμών τους, χωρίς ωστόσο να επιτυγχάνεται ουσιαστική εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους. Τέλος, η έκθεση θεωρεί επαρκή τα κεφάλαια των τραπεζών, ωστόσο τονίζει το ευάλωτο της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε εξωτερικούς παράγοντες και μεταρρυθμιστικές αποφάσεις.