Η DP World με 695 εκατ. δολ. στο ευρωπαϊκό short sea shipping
Η εξαγορά της Unifeeder εξυπηρετεί τη στρατηγική παράλληλης ανάπτυξης σε διαφορετικούς τομείς
Το πρώτο ουσιαστικό βήμα εισόδου στη ναυτιλιακή αγορά έκανε χθες η Dubai Ports World, η οποία εξαγόρασε από τη Nordic Capital την Unifeeder έναντι 695 εκατ. δολ. Η DP World, που είναι ο τρίτος μεγαλύτερος port operator στον κόσμο σύμφωνα με τα στοιχεία του 2016, και η οποία παλαιότερα είχε ενδιαφερθεί να επενδύσει στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ πρόσφατα έχασε στο finish το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μπαίνει στο ευρωπαϊκό short sea shipping, με πλοία feeder, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα φορτία που διακινεί από τα λιμάνια της. Παράλληλα, όπως ανέφεραν στη «Ν» κύκλοι της αγοράς, σε μια περίοδο που οι συγχωνεύσεις κυριαρχούν στον κλάδο των containerships αλλά και των port operators, με αποτέλεσμα οι «μεγάλοι παίκτες» να γίνονται ολοένα και ισχυρότεροι, η DP World φροντίζει να έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει άμεσα τους πελάτες της, με δικό της στόλο από feeder. Τα feeder πλέον είναι δυσεύρετα, αφού οι νέες παραγγελίες containerships εστιάζουν κυρίως στις μεγάλες χωρητικότητες (άνω των 10.000 teu).
H συμφωνία
Η Unifeeder, που εκτός από τα περίπου 60 πλοία feeder που διαθέτει και τα οποία μεταφέρουν συνολικά περίπου 3,6 εκατ. teu ετησίως, παρέχει και υπηρεσίες logistic, αγοράστηκε από την DP World προκειμένου ο όμιλος από το Ντουμπάι να υποστηρίξει τη στρατηγική που έχει θέσει για παράλληλη ανάπτυξη σε διαφορετικούς τομείς, προκειμένου να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Ο επικεφαλής της Unbifeeder, Νιλς Άντερσεν, που προηγουμένως ήταν επικεφαλής του μεγαλύτερου ναυτιλιακού ομίλου liner, της Maersk, ανέφερε ότι η στρατηγική της εταιρείας που διοικεί δεν αλλάζει και ότι αυτή είναι η επέκταση της εταιρείας, που μπορεί να γίνει είτε με νέα ανοίγματα είτε με εξαγορές. Η Unifeeder ιδρύθηκε το 1977 και σήμερα διαθέτει 400 άτομα προσωπικό και παρουσία σε 25 χώρες. Πιάνει σε 100 λιμάνια σε όλη την Ευρώπη, τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή, ενώ φτάνει τα 12.000 calls σε ετήσια βάση.
Οι port operators
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Drewry, η κινεζική Cosco αναμένεται να είναι ο μεγαλύτερος port operator στον κόσμο το 2020, από τέταρτη που είναι σήμερα. Επίσης η APM Terminals που ανήκει στον δανέζικο όμιλο Moller Maersk αναμένεται να παραμείνει στη δεύτερη θέση που κατέχει σήμερα. Επίσης η PSA (Σιγκαπούρη) θα είναι στην τρίτη θέση, η Hatchison από την πρώτη που είναι σήμερα στην τέταρτη, η DP World στην πέμπτη, η Terminal Investment που σχετίζεται με τον όμιλο MSC στην έκτη θέση και η CMA CGM στην 7η θέση.
Παράλληλα όμως η δανέζικη Maersk, η ιταλοελβετική MSC, η κινεζική Cosco και η γαλλική CMA CGM διαθέτουν αυτή τη στιγμή τους τέσσερις μεγαλύτερους στόλους containerhips στον κόσμο. Ειδικότερα, η Maesk διαθέτει το 17,9% του παγκόσμιου στόλου, η MSC το 14,5%, η Cosco το 12,4% και η CMA CGM το 11,8%.
Οι συμμαχίες
Εκτός από τις εξαγορές και συγχωνεύσεις που χαρακτηρίζουν την αγορά τα τελευταία χρόνια, μεγάλο ρόλο στην κατανομή των δυνάμεων παίζουν και οι συμμαχίες που έχουν σχηματιστεί. Η μεγαλύτερη συμμαχία είναι η 2M η οποία αποτελείται από τις Maersk και MSC και τη Huyndai σε συγκεκριμένες γραμμές. Διαθέτουν περίπου το 34,5% της παγκόσμιας χωρητικότητας, μαζί με τις θυγατρικές τους.
Δεύτερη μεγαλύτερη συμμαχία είναι η Ocean Alliance, που ιδρύθηκε πρόσφατα μεταξύ της CMA CGM, της Cosco, της Evergreen και της Orient Overseas Lines (OOCL), η οποία πρόσφατα εξαγοράστηκε από την Cosco. Διαθέτουν μερίδιο που διαμορφώνεται στο 25,6% της παγκόσμιας χωρητικότητας. Τρίτος μεγαλύτερος πόλος είναι η The Alliance, με το μερίδιό της να φτάνει το 18%.
Η DP World
Σημειώνεται ότι η DP World έχει επιδοθεί σε ένα ράλι επενδύσεων που ξεπέρασε το 1 δισ. δολάρια την περασμένη χρονιά. Σημαντικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς ήταν η συμφωνία ύψους 180 εκατ. δολαρίων για την απόκτηση της Maritime City του Dubai Maritime World και η εξαγορά της Drydocks World (Drydocks) με εισφορά κεφαλαίου ύψους 225 εκατ. δολαρίων. Ο συνδυασμός και των δύο εξαγορών κόστισε στον όμιλο 405 εκατομμύρια δολάρια.