Αναταράξεις έφεραν στη Ρωσία οι νέες κυρώσεις
Συμπαράσταση στη Βρετανία για την υπόθεση Σκρίπαλ
Έντονες πιέσεις δέχεται το ρούβλι, ενώ η μετοχή της ρωσικής αεροπορικής εταιρείας Aeroflot υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο δύο ετών, μετά την ανακοίνωση από αμερικανικής πλευράς νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Κυρώσεις που έρχονται λίγες μόλις εβδομάδες μετά τη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, η οποία καλλιέργησε προσδοκίες για εκτόνωση της έντασης στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή νέων κυρώσεων σε συμπαράσταση προς τη Βρετανία, αποδεχόμενες τις κατηγορίες του Λονδίνου ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί χημικά όπλα και ευθύνεται για τη χρησιμοποίηση νευροτοξικού αερίου κατά του Ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκρίπαλ και της κόρης του Γιούλια. Κατηγορία την οποία απορρίπτει κατηγορηματικά η Μόσχα.
Το ρούβλι υποχώρησε χθες στο χαμηλότερο επίπεδο από τις 2 Αυγούστου του 2016, έως τα 66,73 ρούβλια ανά δολάριο. Το ρωσικό νόμισμα βρίσκεται
καθ' οδόν για τις μεγαλύτερες απώλειες από τις αρχές Απριλίου, όταν είχε υποχωρήσει κατά 6,7% στις πέντε ημέρες συναλλαγών, μετά την επιβολή από τις ΗΠΑ κυρώσεων κατά των ρωσικών επιχειρήσεων, τιμωρώντας τη Μόσχα για «κακόβουλες ενέργειες».
Με το ευρώ το ρούβλι υποχωρούσε χθες κατά 0,6%, στα 76,58 ρούβλια, έχοντας κάποια στιγμή φθάσει στο χαμηλότερο επίπεδο από τις 11 Απριλίου στα 77,33 ρούβλια.
Σημαντική ήταν και η υποχώρηση των ρωσικών χρηματιστηριακών δεικτών, με τον δολαριακό δείκτη RTS να υποχωρεί κάποια στιγμή πάνω από 3%, στις 1.076,7 μονάδες, στο χαμηλότερο επίπεδο από τις 11 Απριλίου, μετριάζοντας ωστόσο προς το κλείσιμο σημαντικά τις αρχικές του απώλειες. Ο σε ρούβλια χρηματιστηριακός δείκτης MOEX επανήλθε σε θετικό έδαφος, μετά τις αρχικές σημαντικές απώλειες.
Η μετοχή της αεροπορικής εταιρείας Aeroflot έφθασε να υποχωρεί έως και 12,25%, στα 98,15 ρούβλια, επίπεδο το οποίο είναι χαμηλότερο από τον Αύγουστο του 2016, μετά την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον ότι μελετά το ενδεχόμενο να ακυρώσει τις πτήσεις του ρωσικού εθνικού αερομεταφορέα προς τις ΗΠΑ. Αργότερα η πτώση στη μετοχή της Aeroflot περιορίστηκε κατά πολύ, καθώς διαφάνηκε ότι δεν θα επηρεαστεί προς το παρόν από το νέο κύμα αμερικανικών κυρώσεων.
Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε αργά το βράδυ της Τετάρτης ότι θα θέσει σε ισχύ νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας προς το τέλος του μήνα, μετά τη διαπίστωση ότι η Μόσχα χρησιμοποίησε νευροτοξικό αέριο κατά του πρώην διπλού πράκτορα Σκρίπαλ και της κόρης του, οι οποίοι ζουν στη Βρετανία.
Η επιβολή αμερικανικών κυρώσεων έρχεται σε αντίθεση με την πανηγυρική ατμόσφαιρα που δημιούργησε η πρόσφατη συνάντηση κορυφής στο Ελσίνκι ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν και τις εκατέρωθεν δηλώσεις συμπάθειας και ενδεχόμενης νέας συνάντησης.
Προχθές, μάλιστα, ο Αμερικανός γερουσιαστής Ραντ Πολ δήλωνε ότι παρέδωσε επιστολή του προέδρου Τραμπ προς τον Πούτιν προτείνοντάς του συνεργασία.
Οι ανοικτοί δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ Τραμπ-Πούτιν ίσως εξηγούν τη συγκρατημένη αντίδραση της Μόσχας. Το Κρεμλίνο χαρακτήρισε παράνομες τις κυρώσεις, λέγοντας πως η κίνηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την «εποικοδομητική ατμόσφαιρα» που υπήρξε στη συνάντηση των δύο ηγετών στο Ελσίνκι.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε πως είναι πρόωρο προς το παρόν να μιλήσουμε για ρωσικά αντίποινα.
Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις θα τεθούν σε ισχύ σε δύο δόσεις. Η πρώτη δόση βάζει στο στόχαστρο τις αμερικανικές εξαγωγές ευαίσθητων για την εθνική ασφάλεια προϊόντων. Από αυτά ενδέχεται να εξαιρεθούν δραστηριότητες σχετικές με τις πτήσεις στο διάστημα, τη διαστημική συνεργασία και την ασφάλεια των εμπορικών πτήσεων αναλόγως την περίπτωση.
Το δεύτερο κύμα «δρακόντειων» κυρώσεων θα τεθεί σε ισχύ ύστερα από 90 ημέρες αφότου η Μόσχα δεν παράσχει «αξιόπιστες εγγυήσεις» ότι δεν θα χρησιμοποιήσει πλέον χημικά όπλα και επιτρέψει επιθεωρήσεις επί του πεδίου των Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών οργανώσεων παρατηρητών.
Το δεύτερο αυτό κύμα, σύμφωνα με αναφορά του τηλεοπτικού δικτύου NBC, θα περιλαμβάνει την υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων, την αναστολή πτήσεων της κρατικής αεροπορικής εταιρείας Aeroflot προς τις ΗΠΑ και τον τερματισμό σχεδόν εξ ολοκλήρου των εξαγωγών-εισαγωγών.