Μάχη για τη ζωή και τον έρωτα
«Το μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ
Το κόσμημα της γραφής του Σταντάλ (1783-1842) «Το μοναστήρι της Πάρμας», που φέρεται να γράφτηκε μέσα σε μόλις 52 ημέρες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Δημήτρη Στεφανάκη.
Στον πρόλογο της έκδοσης, ο μεταφραστής, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Για πολλούς το “Μοναστήρι της Πάρμας” δεν είναι μόνο το magnum opus του Σταντάλ, αλλά και το μείζον γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Η σημασία του για τον κόσμο της λογοτεχνίας είναι ακόμα μεγαλύτερη αν λάβουμε υπόψη τον επιδραστικό ρόλο του στο τολστοϊκό σύμπαν. Γιατί τι άλλο είναι το “Πόλεμος και Ειρήνη” παρά μία ευφυής αντανάκλαση του ιταλικού αυτού έπους; […] Όταν ο Μπαλζάκ ομολογεί πως διάβασε τρίτη φορά το μυθιστόρημα, δεν ψεύδεται. Είναι τόσο ενδελεχής η κριτική ματιά του, ώστε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό. Άλλωστε συνάδει με την παρότρυνση του Βρετανού λόγιου Σίριλ Κόνολι, ο οποίος επιμένει ότι κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό κείμενο γράφεται για να διαβαστεί τουλάχιστον δύο φορές».
Θεωρείται πρώιμο δείγμα ρεαλιστικής γραφής - είδος που βρισκόταν σε αντίθεση με το ρομαντικό ύφος που ήταν δημοφιλές την εποχή του Σταντάλ. Γνωρίζοντάς το, ο συγγραφέας αφιέρωνε τα έργα στους λίγους αλλά εκλεκτούς που τα καταλάβαιναν -«To the happy few».
Δημιούργημα ενός μεγάλου της γραφής, που απόλαυσε τη ζωή του -δεν είναι τυχαίο ότι το επιτύμβιο επίγραμμα του Σταντάλ, που ο ίδιος φρόντισε να συνθέσει, γράφει: «Έγραψα, ερωτεύτηκα, έζησα»-, το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε παρά να είναι μεστό νοημάτων και να αντανακλά πηγαία τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της.
Ρομαντικά πάθη, η τόλμη της αδάμαστης νεότητας, η δύναμη των αισθημάτων, όνειρα δόξας, συνωμοσίες, ήθη της εποχής, ίντριγκες, παιχνίδια εξουσίας, μηχανορραφίες της αυλής και πολιτική πλέκουν το αφήγημα, ενώ στο επίκεντρο στέκει πάντα η ανθρώπινη φύση με τα προτερήματα, τα ελαττώματά της και τις ηθικές διαστάσεις των πράξεων.
Πρωταγωνιστές της ιστορίας ο -γεμάτος αντιθέσεις- νεαρός ευγενής Φαμπρίτσιο ντελ Ντόγκο, η μοιραία θεία του κόμισσα Σανσεβερίνα -οι δυο τους δεμένοι με έρωτα ανομολόγητο, διάχυτο σε όλη την αφήγηση-, ο δισυπόστατος κόμης Μόσκα και η αθώα και θρησκόληπτη Κλέλια ντελ Κόντι, που συνδέεται ερωτικά με τον Φαμπρίτσιο. Όλα περιτριγυρίζονται από ιταλικά τοπία, και η ιστορία ξεκινά το 1796, με τα σύνορα να είναι ρευστά, καθώς ο Ναπολέων κατακτά την Ευρώπη - σημειώνεται ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε το 1838, ενώ ο ίδιος ο Σταντάλ, το 1800, είχε καταταχτεί στον ναπολεόντειο στρατό και είχε λάβει μέρος σε εκστρατείες.
Μέσα από τους ήρωές του, ο συγγραφέας σκιαγραφεί απόψεις και κρίσεις του, αποτυπώνει μια ολόκληρη εποχή, άλλοτε γελά και -μόνιμα σχεδόν- συνδιαλέγεται με ερωτήματα αιώνια.
Γράφει, μιλώντας για την κόμισσα Σανσεβερίνα: «…Η γελοία απαντοχή που μερικοί την ονομάζουν καρτερία, η απαντοχή του ηλιθίου που αφήνεται να τον κρεμάσουν χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, δεν προσιδίαζε καθόλου στην κόμισσα. […] Διπλασίασε το ενδιαφέρον της για τον Λιμερκάτι? ήθελε να αναζωογονήσει τον έρωτά του κι έπειτα να τον αφήσει στα κρύα του λουτρού και να τον φέρει σε απόγνωση. […] Ο έρωτάς του θέριεψε, έχασε τα λογικά του και διατεινόταν πως θα τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, πράγμα απίθανο στους τόπους που τα έχουν καλά με την Κόλαση…».
Ενώ, παρακάτω, περιγράφει την επιστροφή της στη λίμνη Κόμο, όπου είχε ζήσει παλαιότερα: «…. Εδώ όπου σταθώ βλέπω λόφους με διαφορετικό ύψος γεμάτους δέντρα αυτοφυή που ανθρώπινο χέρι δεν άγγιξε για να τα χαλάσει για χάρη πλουτισμού. […] Όλα ευγενικά και απαλά, όλα μιλούν για την αγάπη, τίποτα δεν θυμίζει τα κακώς κείμενα του πολιτισμού.
[…] Η φαντασία κινητοποιείται από τη μακρινή κωδωνοκρουσία σε κάποιο χωριουδάκι κρυμμένο μες στα δέντρα. Οι ήχοι που μεταφέρονται γλυκά πάνω από τα νερά έχουν μια χροιά απαλής μελαγχολίας κι απαντοχής, σαν να λένε στον άνθρωπο: Φεύγει η ζωή, γι’ αυτό κι εσύ μην κάνεις τον δύσκολο στην ευτυχία που σου παρουσιάζεται, κοίτα να χαρείς. Η φωνή αυτών των μαγευτικών τόπων, που δεν έχουν ταίρι στον κόσμο, ξανάδωσε στην κόμισσα την εφηβική καρδιά των δεκάξι της χρόνων. Της ήταν αδιανόητο πώς μπόρεσε να περάσει τόσα χρόνια μακριά από τη λίμνη. Άραγε η ευτυχία βρίσκει καταφύγιο στις παρυφές του γήρατος; αναρωτιόταν».