Επιστροφή στο... μέλλον για το ΑΕΠ
Από το 2008 μέχρι και το 2016 που ήταν η τελευταία χρονιά ύφεσης, χάθηκαν -σε όρους τρεχουσών τιμών- περίπου 68 δισ. ευρώ. Η κρίση μάς άφησε με ένα ΑΕΠ το οποίο διαμορφώθηκε στα 177,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 έναντι 242 δισ. ευρώ στο τέλος του 2008. Ακόμη και αν τα επόμενα χρόνια η οικονομία αναπτυχθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό άνω του 2%, θα χρειαστεί τουλάχιστον μια 10ετία για να ανακτηθούν τα επίπεδα της οικονομίας του 2008. Προς το παρόν, το παρήγορο είναι ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται επί πέντε διαδοχικά τρίμηνα, ενώ όλοι -Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπήπροβλέπουν ισχυρούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022. To ζητούμενο για την «επόμενη ημέρα» των μνημονίων είναι όχι μόνο η επιστροφή στην ανάπτυξη αλλά και η αλλαγή στη «συνταγή» με την οποία θα εξασφαλιστεί το θετικό πρόσημο. «Κινητήριος δύναμη» της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2008 ήταν η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία με «καύσιμο» τις συνεχείς αυξήσεις μισθών και συντάξεων
Mαλλά και τη ρευστότητα από τον δανεισμό των τραπεζών, αυξανόταν με ρυθμό της τάξεως του 3-4% σε ετήσια βάση. Από το 2008 και μετά, η ιδιωτική κατανάλωση υποχωρεί συνεχώς, ενώ ακόμη και το 2017, που ήταν έτος επιστροφής στην ανάπτυξη, η μεταβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν οριακά θετική κατά μόλις 0,1%. Στην «επόμενη ημέρα» η ανάπτυξη θα πρέπει να στηριχτεί κυρίως στις εξαγωγές και στις επενδύσεις. Οι πρώτες καταγράφουν θετική μεταβολή μετά το 2012 και μετά, ενώ το 2017 καταγράφηκε αύξηση της τάξεως του 6,8%. Οι επενδύσεις -οι οποίες αποτυπώνονται στατιστικά με την πορεία του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου- καταβαραθρώθηκαν από το 2008 μέχρι το 2016, καθώς τα ποσοστά ετήσιας μείωσης έφτασαν έως και το 23,5%. Το 2017 ήταν η πρώτη χρονιά ουσιαστικής αύξησης, με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να ενισχύεται σε ποσοστό 9,6%. Η περαιτέρω εξέλιξη του συγκεκριμένου μεγέθους, σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και τη συνολική πορεία της ελληνικής οικονομίας.