Ο βραχνάς της υπερφορολόγησης
Για να εξαλειφθούν τα πρωτογενή ελλείμματα, οι κυβερνήσεις κατέφυγαν καθ' όλη τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου στην αύξηση των φόρων -τόσο στο σκέλος της άμεσης όσο και στο σκέλος της έμμεσης φορολογίας- όπως επίσης και των ασφαλιστικών εισφορών. Ουσιαστικά επιχειρήθηκε με την αύξηση των συντελεστών υπολογισμού φόρων και εισφορών να αντισταθμιστεί η απώλεια των εσόδων από τη συρρίκνωση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να «εκραγεί» η αναλογία των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ και οι εφαρμοζόμενοι φορολογικοί συντελεστές να θεωρούνται σήμερα υπ' αριθμόν ένα κίνητρο για φοροδιαφυγή και εμπόδιο για προσέλκυση επενδύσεων ή αύξηση εισοδημάτων. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης από τα 98,4 δισ. ευρώ το 2008 (σε μια χρονιά που το ΑΕΠ διαμορφωνόταν στα 242 δισ. ευρώ) υποχώρησαν το 2017 στα 86,776 δισ. ευρώ, με το ΑΕΠ όμως να έχει προσγειωθεί στα 177 δισ. ευρώ. Έτσι, η αναλογία των εσόδων προς το ΑΕΠ εκτοξεύτηκε από το 40,7% το 2008 στο 48,8% το 2017. Η αύξηση προέρχεται από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές όπως προκύπτει και από τα ακόλουθα αναλυτικά στοιχεία:
1. H αναλογία των φόρων που επιβάλλονται στην παραγωγή και στις εισαγωγές, από το 12,6% του ΑΕΠ το 2008, εκτοξεύτηκε στο 17,3% το 2017. Η αύξηση αυτή αποτυπώνει τις επιπτώσεις από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης.
2. Η αναλογία των φόρων στο εισόδημα ως προς το ΑΕΠ ανήλθε, από το 8,1% του ΑΕΠ το 2008, στο 10,2% του ΑΕΠ το 2017. Αποτυπώνονται οι μειώσεις στο αφορολόγητο όριο, οι αυξήσεις φόρων για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις αλλά και η επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης.
3. Οι κοινωνικές εισφορές, από το 12,7% του ΑΕΠ το 2008, αυξήθηκαν στο 14,6% το 2017.