Αυγουστιάτικη αναμέτρηση αγορών με τον αυταρχικό λαϊκισμό
Δισταγμοί με φόντο την τουρκική κρίση και την επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα
Το σοκ των αγορών από τη βουτιά της τουρκικής λίρας έδειξε να περιορίζεται, αλλά μπορεί και να συνεχιστεί αυτήν τη βδομάδα, μετά την απάντηση του Τούρκου ηγέτη στην υποβάθμιση της οικονομίας του από Moody’s και Standards & Poor. Η υποχώρηση της τιμής του χαλκού που αποτελούσε και αποτελεί δείκτη για το σφρίγος της παγκόσμιας ανάπτυξης, επίσης επιβαρύνει το φρόνημα των επενδυτών. Ενώ είναι γνωστό πως τα νέα μέτρα δασμολόγησης κινεζικών προϊόντων ξεκινάνε αυτήν τη βδομάδα, όταν την περασμένη διαπιστώθηκε από τα δεδομένα του Ιουλίου πως η οικονομική δραστηριότητα στην Κίνα επιβραδύνεται. Τα δε μέτρα αναζωπύρωσης που έλαβαν οι αρμόδιοι πρόσφατα θα αργήσουν να αποδώσουν. Επίσης η βαθιά βουτιά στην τιμή των μετοχών γιγάντων στο κινεζικό internet, σε συνδυασμό με την πρόσφατη αδυναμία στις μετοχές των μισών εταιρειών που κυριαρχούν στο διαδίκτυο για τη Δύση, προβλημάτισαν μερίδα επενδυτών, καθώς τα τελευταία χρόνια ο κλάδος της τεχνολογίας ήταν η ραχοκοκαλιά του ανοδικού κύκλου που άρχισε το 2009 και για αρκετούς έχει ακόμα δρόμο μπροστά του.
Αυτά είναι τα ζητήματα που απασχόλησαν και παρακίνησαν τις επενδυτικές κινήσεις, που έδειξαν, σε εβδομαδιαία βάση, ότι οι θεσμικοί θεωρούν πως η κρίση στην Τουρκία δεν θα επηρεάσει την οικονομία των ΗΠΑ σημαντικά. Κάπως βαρύτερες θα είναι οι επιπτώσεις για την Ευρώπη, αφού οι βασικοί δείκτες στην εβδομάδα εμφάνισαν απώλειες, ενώ υπήρξε βελτίωση των μακροοικονομικών δεδομένων για την Ευρωζώνη που πέρασε απαρατήρητη. Το ευρώ υποχώρησε έναντι του δολαρίου, αλλά ακόμα χειρότερη εξασθένιση υπέστησαν τα νομίσματα των αναδυόμενων χωρών καθώς και οι μετοχικές τους αξίες. Για αυτές υπάρχει ο φόβος της μόλυνσης από την τουρκική λίρα, που έχασε το μισό της αξίας της φέτος. Οι επενδυτές προτιμούν το δολάριο και τις αξίες του, καθώς εκτιμούν πως ακόμα και αν ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος, οι ΗΠΑ θα έχουν τη λιγότερο τραυματισμένη οικονομία.
Ισχυρότερες των δικτατόρων
Σε ένα κόσμο που το κεφάλαιο κινείται με μεγάλη ευκολία και άνεση, είναι πραγματικά δύσκολο κάποιοι, όσο ισχυροί και αν είναι στο εσωτερικό της χώρας τους, να το φυλακίσουν στην πιθανά σιδερένια, για την κοινωνία που τους στηρίζει, γροθιά τους. Οι ηγέτες που σε κρίσιμες περιόδους για την οικονομία της χώρας τους χρησιμοποιούν τον λαϊκισμό ώστε να ανέβουν ή να διατηρηθούν στην εξουσία, δεν διστάζουν να αποφασίσουν πως η πατρίδα χρειάζεται να ενταχθεί σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ο πρόεδρος Ερντογάν το έκανε για να εδραιώσει την πολιτική του εξουσία. Αυτά που έκανε με τις διευρυμένες εξουσίες του ήταν τα ακόλουθα: απέλυσε περισσότερους από 100.000 δημόσιους αξιωματούχους που δεν τον υποστήριζαν πολιτικά, έκλεισε τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που του ασκούσαν κριτική, μαζί με «ενοχλητικά» σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα και ομάδες κοινωνίας των πολιτών, κατάσχοντας τα περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς αποζημίωση. Φυλάκισε 50.000 ανθρώπους με κατηγορίες για τρομοκρατικές ενέργειες και πολλούς μάλιστα χωρίς δίκη. Κατάσχεσε τα διαβατήρια των αντιφρονούντων και κατάφερε να παγώσει τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Πολλοί τύραννοι αλλά και απλές κυβερνήσεις έχουν κυριαρχήσει βραχυπρόθεσμα και έχουν ενισχυθεί από τη χρήση του λαϊκισμού, κατασκευάζοντας εχθρούς για μια κοινωνία που έχει ζαλίσει η κρίση. Αλλά αυτή η οδός δεν είναι βιώσιμη. Αυτό που θεωρούν βιώσιμο οι αγοραίοι είναι τα ασφαλή δικαιώματα ιδιοκτησίας, το κράτος δικαίου, η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, οι εκτελεστές συμβάσεις, οι ευέλικτες αγορές εργασίας, το ελεύθερο εμπόριο, οι επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν πολλά πράγματα διαφορετικά από τη Σουηδία, τη Γερμανία, τη Σιγκαπούρη, την Ελβετία, την Ισλανδία και την Ιαπωνία, αλλά αυτά που έχουν κοινά οι χώρες που έχουν πετύχει μακροπρόθεσμη ευημερία είναι πιο σημαντικά από τον υψηλότερο συντελεστή φόρου εισοδήματος ή τους κανονισμούς για την ασφάλιση υγείας.
Το νόμισμα της Τουρκίας, η λίρα, έχασε πρόσφατα το ήμισυ της αξίας της, καθώς οι επενδυτές του κόσμου ανακάλυψαν ότι έχουν εκθέσει τον εαυτό τους στις διαθέσεις ενός απροσδόκητου «αυτοκράτορα». Ο Ερντογάν, όπως και οι συνεχιστές της πολιτικής του Τσάβες στη Βενεζουέλα και η Κριστίνα Φερνάντεζ ντε Κίρχνερ στην Αργεντινή, έχει επιδιώξει την εγκατάσταση οικονομικής πολιτικής, που εκφράζει ισότιμα εθνικισμό, λαϊκισμό περί ευημερίας και διαφθορά. Στην Αργεντινή, η εθνικοποίηση των ιδιωτικών συντάξεων ήταν επίθεση στην ιδιοκτησία των πολιτών και το κράτος δικαίου. Η περίπτωση της Βενεζουέλας είναι γνωστή, με τον Μαδούρο να εκθειάζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και να χαρίζει πετρέλαιο θέρμανσης. Η Κίρχνερ κατηγόρησε για την κρίση της Αργεντινής τους «οικονομικούς τρομοκράτες» και ο Νικολά Μαδούρο της Βενεζουέλας συμβουλεύτηκε την παλιά σοβιετική σχολή και έφτιαξε «σαμποτέρ και αργυραμοιβούς». Ο Ερντογάν κατηγορεί τους «κερδοσκόπους» και τα «λόμπι στις αγορές υψηλού επιτοκίου», οι οποίοι θέλουν να πλουτίσουν από τον «ιδρώτα του λαού».
Μετά την οικονομική κρίση του 2008-09, οι επενδυτές άρχισαν το κυνήγι για αποδόσεις από τα κεφάλαιά τους και αυτό τους έφερε σε επενδυτικά μέρη που δεν σύχναζαν πολλοί πριν, όπως ο εμπορικός δανεισμός στην Τουρκία. Η οικονομία άνθισε εκρηκτικά, καθώς όλο αυτό το κεφάλαιο εισέρρεε. Όμως η επιχειρηματική δραστηριότητα με την ανεξέλεγκτη ολιγαρχία ή με αχυράνθρωπούς της είναι επικίνδυνη. Οι τράπεζες της Τουρκίας, οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, η κυβέρνησή της και τα νοικοκυριά της δανείστηκαν τεράστια ποσά, εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα, οικοδομώντας χρέος ίσο με το 70% περίπου του ΑΕΠ. Αυτό συγκρίνεται με το 27% για τη Βραζιλία, 33% για τη Ρωσία, 35% για την Ινδονησία, και 50% για τη Νότια Αφρική. Αυτά τα ποσοστά δικαιολογούν το μέγεθος των αναταράξεων στα αντίστοιχα νομίσματα στην αρχή της περασμένης βδομάδας όταν μεγιστοποιήθηκε η βουτιά της λίρας. Ο Ερντογάν, παρά τη σουλτανική του εμφάνιση, είναι σχεδόν ανυπεράσπιστος ενάντια στη δύναμη της απλής αγοραίας προτίμησης. Μια λαϊκίστικη κυβέρνηση και φιλελεύθερη οικονομική πολιτική σπάνια μπορούν να συνυπάρξουν για πολύ καιρό. Η μια ή η άλλη θα αλλάξει πιστεύουν οι αγοραίοι. Είπε κάποτε η Μάργκαρετ Θάτσερ: «Ένα μάθημα που χρειάζεται να διδάσκονται ξανά και ξανά οι πολιτικοί είναι πως δεν μπορούν να ξεπεράσουν τις αγορές, αν και αυτό δεν τους εμποδίζει να προσπαθούν επανειλημμένα να το κάνουν».