Η «γραμμή» των θεσμών για τις συντάξεις
Περιθώριο από τους πιστωτές για ερμηνεία της συμφωνίας - Κόκκινη γραμμή οι δημοσιονομικοί στόχοι
Πέραν της ευελιξίας που επιδεικνύει η Κομισιόν, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Ν» και ο σκληρός πυρήνας των πιστωτών αφήνει για πρώτη φορά χώρο ερμηνείας ως προς την εφαρμογή της ψηφισμένης περικοπής στις συντάξεις. Με βάση αυτό το δεδομένο, η κατάληξη των συμφωνημένων παρεμβάσεων στο συνταξιοδοτικό θα οριοθετήσει εκ των πραγμάτων τα περιθώρια διαπραγμάτευσης στη μετα-προγραμματική περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας, η οποία δεν έχει εφαρμοστεί σε άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Επανέρχεται ως καταλύτης ο άξονας Γερμανίας - ΔΝΤ. Οι δύο δρόμοι για τις περικοπές και ο παράγοντας της συγκυρίας. Ο ρόλος και η λειτουργία του cash buffer. Οι αγορές και οι εκλογές.
Το ερώτημα που τίθεται αρχικά στο ζήτημα των συντάξεων είναι αν υπάρχει τεχνικά η δυνατότητα, με βάση το πλαίσιο της συμφωνίας, να μην εφαρμοστεί η περικοπή, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα μέτρο ψηφισμένο, τόσο δημοσιονομικό όσο όμως και διαρθρωτικό, το οποίο έχει συμφωνηθεί να εφαρμοστεί μόνιμα και σε ετήσια βάση. Η απάντηση αρχίζει να αποκτά έντονο ενδιαφέρον.
Παρά το γεγονός ότι σύσσωμοι οι θεσμοί στέλνουν με κάθε ευκαιρία διαδοχικά μηνύματα περί τήρησης των συμφωνηθέντων και μη αντιστρεψιμότητας των μεταρρυθμίσεων στην περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Ν» ο σκληρός πυρήνας των πιστωτών δίνει το ελεύθερο να συζητηθούν τυχόν αλλαγές στο μέτρο των περικοπών, υπό προϋποθέσεις, οι οποίες πάντως επιδέχονται κι αυτές ερμηνείας, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Ειδικότερα, η θέση των θεσμών στις διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση μπορεί να συνοψιστεί πλέον ως εξής: Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και περίπου 2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Το 2017 οι ελληνικές αρχές ενέκριναν το δημοσιονομικό πακέτο για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, το οποίο περιλάμβανε τις περικοπές των συντάξεων το 2019. Τον περασμένο Ιούνιο η κυβέρνηση επαναβεβαίωσε τη δέσμευση να τηρήσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας καθίσταται δυνατό να συζητηθούν μέτρα πολιτικής, κατ’ επέκταση ακόμη και οι περικοπές στις συντάξεις. Προϋπόθεση; Εάν η κυβέρνηση επιλέξει τυχόν αλλαγές, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο, ότι δεν θα τίθενται σε κίνδυνο οι μεταρρυθμίσεις και ότι δεν θα αποδυναμωθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Στην πραγματικότητα, οι θεσμοί θέτουν ως κόκκινη γραμμή την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και συγχρόνως διατηρούν θολό το τοπίο σε ό,τι αφορά το διαρθρωτικό σκέλος της μεταρρύθμισης.
Δεδομένου ότι το θέμα συζητείται επισήμως και από τις δύο πλευρές, το ερώτημα είναι αν το ΔΝΤ θα επιμείνει στη μέχρι πρότινος κατηγορηματική θέση του υπέρ της εφαρμογής του μέτρου και σε δεύτερο χρόνο αν θα ευθυγραμμιστεί με την τελική του στάση το Βερολίνο. Το Ταμείο, πάντως, σε αυτήν τη φάση τηρεί σιγή ασυρμάτου.
Σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, πηγές υπενθυμίζουν ότι η Επιτροπή Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής θα πρέπει να εγκρίνει τα επόμενα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τυχόν εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις που καλείται να υλοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, δεν κρύβουν πως «είναι ακόμη νωρίς» για τον πυρήνα των διαβουλεύσεων. Σημειωτέον, ουσιαστική εξέλιξη στο θέμα των συντάξεων δεν αναμένεται πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup τον Νοέμβριο.
Οι δύο δρόμοι για τις περικοπές
Στην περίπτωση που οι θεσμοί συμφωνήσουν σε μια αναθεώρηση της ήδη ψηφισμένης ρύθμισης για τις συντάξεις -από κατάργηση ή αναβολή, μέχρι μείωση ή τεμαχισμό των περικοπώνκαι δη σε προεκλογικό έτος για την Ελλάδα, υπάρχουν δύο αναγνώσεις.
Η μία είναι αρκετά τολμηρή, αγγίζοντας αναλύσεις μέχρι και για πολιτικά ανταλλάγματα μεταξύ κυβέρνησης και Ευρωπαίων σε άλλους τομείς, όπως το Μακεδονικό και το προσφυγικό.
Η άλλη είναι πιο βατή και σχετίζεται αυστηρά με την πολιτικοοικονομική συγκυρία, με βάση το σκεπτικό ότι η Ευρωζώνη επιθυμεί να κρατά σε ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους το ελληνικό ζήτημα, έπειτα από οκτώ χρόνια διαδοχικών προγραμμάτων και επώδυνων διαδικασιών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, και σε μια περίοδο υψηλών προκλήσεων -Brexit, Ιταλία, Τραμπ- για τη διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, αν η ελληνική κυβέρνηση, όπως όλα δείχνουν, είναι αποφασισμένη να προσφύγει στις επόμενες εκλογές χωρίς να έχουν εφαρμοστεί οι περικοπές στις συντάξεις, το ερώτημα αντιστρέφεται: Θα επιμείνουν οι θεσμοί;
Το ελάχιστο είναι ότι θα μετρήσουν οφέλη και ζημιές, σε μια περίοδο που επιθυμούν η Ελλάδα να λάμψει διά της απουσίας της από τη διεθνή επικαιρότητα.
Στην περίπτωση που αντιθέτως οι θεσμοί επιμείνουν μέχρι τέλους στην υλοποίηση της περικοπής των συντάξεων όπως έχει συμφωνηθεί, η ανάλυση είναι πιο απλή.
Η Ευρωζώνη δεν επιθυμεί να στείλει στις αγορές ένα μήνυμα ανατροπής των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, με το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς να διατηρείται και σήμερα σε απαγορευτικά για δανεισμό επίπεδα. Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει ήδη εσωτερική πίεση, κοινωνική και αντιπολιτευτική, δεδομένου ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους συνεχίζει να αποτελεί τοξικό ζήτημα στη Γερμανία και αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό με επιχείρημα τις μεταρρυθμίσεις που δεσμεύτηκε να εφαρμόσει η Ελλάδα, στον αντίποδα.