Πολλαπλή ανάγνωση των συμπερασμάτων της «μαύρης» επετείου της Lehman
Η Wall Street εμφανίζει την καλύτερη εικόνα παγκοσμίως, ενώ οι αναδυόμενες πλήττονται
Κανένας δεν διακατέχεται από ουδέτερες σκέψεις τις ημέρες της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από την κατάρρευση της Lehman. Αλλά αυτό που εντυπωσιάζει είναι οι πιθανοί συνδυασμοί που μπορούν να γίνουν με αυτή την ευκαιρία. Όπως το πόσο ασφαλέστερο είναι το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μετά από αυτή την εμπειρία. Επίσης υπάρχει το ερώτημα της ασυνήθιστα μακράς διάρκειας της ανόδου των χρηματιστηρίων, αμέσως μετά την εγγραφή του τέλους ενός τρελού ξεπουλήματος μετοχικών αξιών, από τον Σεπτέμβρη του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009. Το οποίο απαντά ωστόσο στο πρώτο ερώτημα, αφού είναι η διάθεση για ρίσκο, με διάρκεια εννέα χρόνων, που έχει φέρει τους δείκτες των μεγάλων χρηματιστηρίων σε νέα υψηλά βίου, που διαρκώς ανανεώνονται. Άρα οι ενεργοί διαχειριστές έχουν εμπιστοσύνη στη λειτουργία των αγορών και στα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξάγονται κατά καιρούς.
Αξίζουν αναφοράς και άλλα συμπεράσματα αναφορικά με εύλογα ερωτήματα, αλλά μάλλον χωρίς μεγάλη βαρύτητα στη διαμόρφωση του φρονήματος των επενδυτών. Όπως, για παράδειγμα, τι έφερε στο φως γύρω από τις πράξεις απάτης η Επιτροπή Διερεύνησης Οικονομικών Κρίσεων. Σχηματίστηκε με τον νόμο εναντίον της Απάτης και υπέρ της Ανάκτησης των ζημιών από αυτή (Fraud Enforcement and Recovery Act) του 2009. Τα συμπεράσματα αυτής της Επιτροπής θα ήταν η επίσημη άποψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για το σύνολο αυτής της καταστροφικής υπόθεσης.
Συμβαίνει συνήθως
Αξίζει να θυμηθούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν τότε όροι όπως «σκιώδεις τραπεζικές διαδικασίες», και ενώ στη Lehman διέθεταν τις καλύτερες αναλύσεις γύρω από τις αγορές σταθερού εισοδήματος, η κατάρρευσή της προέκυψε από την αγορά ομολόγων. Μόνο που δεν αφορούσε τις αγορές χρέους όπως τις γνώριζαν και τις γνωρίζουν οι ιδιώτες επενδυτές. Το σκιώδες σύστημα δανεισμού δεν είχε συμπεριληφθεί στα οικονομικά εγχειρίδια και δέκα χρόνια από τότε, νομίζουμε πως έμειναν στη… σκιά όσα συνέβησαν πραγματικά. Η Επιτροπή Διερεύνησης Οικονομικών Κρίσεων, αφού πέρασε έναν χρόνο ερευνών με δημόσιες ακροάσεις επί 19 ημέρες, συνομίλησε με περισσότερους από 700 μάρτυρες και έχοντας επιθεωρήσει εκατομμύρια σελίδες εγγράφων, εκδίδει την τελική της έκθεση τον Ιανουάριο του 2011. Έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή της, ήταν ακόμα στα δελτία ειδήσεων αλλά για απολύτως λάθος λόγους. Την τελευταία στιγμή, ακυρώθηκε μια προγραμματισμένη συνάντηση μεταξύ μελών της Βουλής των αντιπροσώπων και των μελών της FCIC τον Ιούλιο του 2011. Αντ' αυτού, οι Δημοκρατικοί εξέδωσαν μια έκθεση 37 σελίδων για το πώς πίστευαν ότι οι Ρεπουμπλικανοί χρησιμοποιούν τις θέσεις τους στο συμβούλιο για να υπονομεύσουν την πολιτική των Δημοκρατικών.
Για να μη θεωρούμε ότι μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει συνήθως, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επίσης ξεκίνησε δράση μετά την ολοκλήρωση του χειρότερου δυνατού αποτελέσματος. Έχοντας αποφύγει τις κλιμακούμενες προειδοποιήσεις για σχεδόν δύο χρόνια, οι ίδιοι ιθύνοντες βρέθηκαν σε θέση να βοηθήσουν στην αναζωπύρωση της παγωμένης οικονομίας και να γράψουν ιστορία. Την άνοιξη του 2009, μετά από τρία τεράστια κύματα ρευστοποίησης θέσεων σε διάφορα assets παγκόσμια, που είχαν ανακατώνει την παγκόσμια οικονομία με τρόπους που δεν είχαν βιώσει τέσσερις γενιές, το Κογκρέσο ανέλαβε δράση. Και όπως είναι «φυσικό», υπήρξε διαφωνία από την αρχή. Καμία κυβερνητική προσπάθεια ελέγχου δεν θα είναι ποτέ ελεύθερη από την πολιτική. Ούτε η έρευνα για το παρελθόν θα περιοριστεί στο παρελθόν. Κάθε έρευνα θα γίνεται πάντοτε με το ένα μάτι να κοιτάζει το πώς θα επηρεάσει το μέλλον. Η FCIC δεν ήταν διαφορετική, με τις πολιτικές δυνάμεις να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τα συμπεράσματά της με βάση μια συγκεκριμένη «κινητήρια» κατεύθυνση.
Το καυτό σήμερα
Δέκα χρόνια μετά το γεγονός που πυροδότησε την παγκόσμια ύφεση και ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, οι αγορές της Wall Street εμφανίζουν την καλύτερη εικόνα παγκοσμίως. Οι φορολογικές περικοπές του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχουν ενισχύσει σαφώς την αμερικανική οικονομία και του έδωσαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για το πόσο μπορεί να κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της, χωρίς να ζημιώσει την οικονομία των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η εκρηκτική ρητορική του προέδρου Τραμπ πως «οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και κερδίζονται εύκολα» μπορεί να μην είναι τόσο υπερβολική όσο πιστεύεται ευρέως, ειδικά από τους περισσότερους οικονομολόγους.
Η δύναμη της αμερικανικής οικονομίας προσέφερε επίσης στον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ και στους συναδέλφους του την πεποίθηση ότι μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνουν το επιτόκιο των ομοσπονδιακών κεφαλαίων. Θέλουν να «εξομαλύνουν» τη νομισματική πολιτική αυξάνοντας το βασικό επιτόκιο στο 3,00% μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Οι αναδυόμενες αγορές όμως πλήττονται από μια τριπλή μάστιγα. Το πρόβλημα διεθνώς είναι ότι ο υπόλοιπος κόσμος, ιδιαίτερα οι αναδυόμενες οικονομίες, εξαρτώνται από τα ασυνήθιστα χαμηλά επιτόκια στα οποία μπορούσαν να δανειστούν τα δολάρια και από τη δυνατότητα να δανειστούν πολλά κεφάλαια σε δολάρια. Τώρα πλήττονται τριπλά από την άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων, τα ασθενέστερα σε σχέση με το δολάριο τοπικά νομίσματα και τις εκροές κεφαλαίων. Ο δείκτης νομισμάτων των Αναδυόμενων Αγορών MSCI μειώθηκε κατά 7,7% μέχρι την Παρασκευή 7/9 από το φετινό υψηλό για το έτος στις 25 Ιανουαρίου. Ο δείκτης τιμών των μετοχών των αναδυόμενων αγορών MSCI μειώθηκε κατά 13,9% (σε τοπικά νομίσματα) και 23,5% (σε δολάρια) την ίδια περίοδο.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) παλεύει ακόμα με διάφορα θέματα. Μια νέα ιταλική κυβέρνηση «πιέζει», κύρια για τον κανόνα της Ε.Ε. που απαγορεύει τα δημοσιονομικά ελλείμματα να υπερβούν το 3% του ΑΕΠ. Οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων ταράχθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες. Είναι από τις χώρες που η οικονομία τους επλήγη από την παγκόσμια ύφεση. Πιθανά λιγότερο από όσο της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας, που χρειάστηκαν προγράμματα στήριξης για να πετύχουν την απαραίτητη δημοσιονομική εξυγίανση, με την τελευταία να τα χρησιμοποιεί επί οκτώ χρόνια. Η βρετανική λίρα υποχώρησε 4,3% από την αρχή του τρέχοντος έτους με τις αυξανόμενες ανησυχίες περί ενός «σκληρού» Brexit. Ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ και η κρίση των αναδυόμενων αγορών επιβάρυναν τις εργοστασιακές παραγγελίες της Γερμανίας, οι οποίες υποχώρησαν κατά 8,1% μέχρι τον Ιούλιο, από το ρεκόρ τους στο τέλος του περασμένου έτους, με την πτώση των παραγγελιών από το εξωτερικό κατά 11,9%.