Δεύτερες σκέψεις για τις συνέπειες από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας
Σκόπελοι στη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων από την επιβολή δασμών
Αλυσιδωτές επιπτώσεις στο παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο μπορεί να επιφέρει μια κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνα, εφόσον αυτός εξελιχθεί πραγματικά σε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Ένας από τους μεγαλύτερους ναυτιλιακούς οίκους στον κόσμο, η Drewry, ανακοίνωσε ότι υποβαθμίζει στο 4,3%, από 5,7%, τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της διακίνησης containers ανά έτος την επόμενη πενταετία, ενώ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για νέα υποβάθμιση των προβλέψεων σε περίπτωση κλιμάκωσης.
Παράλληλα οι αναλυτές της EY βάζουν στο τραπέζι και άλλα θέματα. Στο ενδεχόμενο να εξελιχθεί σε πραγματικό παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, ο επικεφαλής του τμήματος παγκόσμιου εμπορίου της EY, Mats Persson, προειδοποίησε ότι μπορεί να προκύψουν και άλλα σοβαρότερα θέματα που θα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη τη μεταφορά φορτίων με πλοία.
Για παράδειγμα, ανέφερε ότι είναι πιθανό ορισμένα πλοία να μην έχουν τη δυνατότητα να πιάσουν σε κάποια λιμάνια, ενώ με το ίδιο σκεπτικό μπορεί και ναυτικοί ορισμένων εθνικοτήτων να αποκλειστούν από συγκεκριμένα χώρες.
Οι δηλώσεις του κ. Persson έγιναν μετά τις ανακοινώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ για επιβολή δασμών σε προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων.
Λίγο αργότερα η Κίνα απάντησε με επιβολή δασμών σε προϊόντα αξίας 60 δισ. δολαρίων. Είχε προηγηθεί η επιβολή δασμών σε προϊόντα αξίας 50 δισ. δολαρίων από κάθε χώρα. Τα τέλη που προωθούν οι ΗΠΑ είναι ύψους 10% και σύμφωνα με τις προαναγγελίες θα ανέβουν στο 25% από το νέο έτος, ενώ η Κίνα έχει βάλει επιπλέον φόρους ύψους 5% με 10%.
Ο κ. Persson ενέπλεξε στην τοποθέτησή του και το Brexit, επισημαίνοντας ότι το Sunderland ψήφισε σε ποσοστό 61% υπέρ, παρά το γεγονός ότι μια μεγάλη ασιατική αυτοκινητοβιομηχανία έχει εκεί εργοστάσια, και τώρα είναι πιθανό να μεταφερθεί σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Υπογράμμισε επίσης ότι στην ουσία ο εμπορικός πόλεμος αλλά και το Brexit δεν γίνονται για οικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως για κοινωνικούς και πολιτικούς.
«Σήμερα είμαστε σε μια περίοδο αβεβαιότητας», σημείωσε, ενώ συμπλήρωσε ότι το χειρότερο σενάριο είναι να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τον παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και να ακολουθήσει η επιβολή νέων δασμών αλλά και επαναφορά των γραφειοκρατικών διαδικασιών από όλες τις πλευρές.
Μια τέτοια πιθανότητα θα έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, και στον ναυτιλιακό τομέα. Οι επιπτώσεις αυτές θα αφορούν καθυστερήσεις στα λιμάνια, αύξηση των τελωνειακών δαπανών, υψηλότερο κόστος για τα καύσιμα. Η αναμενόμενη άνοδος των καυσίμων μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αρνητική για τη ναυτιλία, εφόσον δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει επαρκείς ναύλους για να καλύψει τη διαφορά, σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Persson.
Στον αντίποδα πάντως ανέφερε ότι είναι πιθανό οι δύο χώρες να αναζητήσουν νέες εμπορικές συμμαχίες προκειμένου να μειώσουν τις επιπτώσεις για τις οικονομίες τους και βάσει αυτού να αναπτυχθούν νέες εμπορικές ρότες.
Υποβαθμίζει
Υποβάθμισε τις προβλέψεις για την αύξηση του όγκου διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων τα επόμενα πέντε χρόνια η Drewry. Σύμφωνα με την ανάλυση της εταιρείας, η μέση ετήσια αύξηση στη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων θα κυμανθεί για τα επόμενα πέντε έτη σε 4,3%, από 5,7% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση. Οι αναλυτές τονίζουν επίσης ότι σε περίπτωση κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου οι εκτιμήσεις θα υποχωρήσουν περαιτέρω.
Όπως σημειώνει η Drewry, τους τελευταίους 12 μήνες η άνοδος του θαλάσσιου εμπορίου στα containers έφτασε το 5% με 6%. Παρ’ όλα αυτά, ήδη η ανοδική πορεία επιβραδύνεται σταδιακά, εξαιτίας των αρνητικών προοπτικών από τον εμπορικό πόλεμο που εντείνεται.
Ένα μέρος των εισαγωγών των ΗΠΑ από την Κίνα θα εξακολουθήσει να κινείται, απλά οι Αμερικανοί καταναλωτές θα πρέπει να πληρώνουν περισσότερα, ενώ ένα άλλο μέρος των φορτίων θα σταματήσει εφόσον γίνουν ασύμφορα για τις Κινέζους εξαγωγείς.
Σε αυτή την περίπτωση θα αναζητηθούν νέοι εμπορικοί δρόμοι, ενώ και οι Αμερικανοί εισαγωγείς θα αναζητήσουν άλλες διεξόδους. Σε πρώτη φάση πάντως η Drewry εκτιμά ότι το θαλάσσιο εμπόριο θα συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στις δύο χώρες και απλά οι Αμερικανοί καταναλωτές θα πληρώνουν περισσότερα.