«Φάρμακο» για την υγεία οι δομικές μεταρρυθμίσεις
Ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών ζητούν οι ελληνικές και οι πολυεθνικές εταιρείες
Στις δομικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα πρέπει να ολοκληρωθούν, προκειμένου ο χώρος του φαρμάκου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του, ώστε να αντεπεξέλθει στον σημαντικό του ρόλο στο σύστημα υγείας, αναφέρθηκαν οι εκπρόσωποι των ελληνικών και πολυεθνικών εταιρειών του κλάδου, στο πλαίσιο του 2ου Συνεδρίου της «Ναυτεμπορικής» για τον Κλάδο της Υγείας, «Η επόμενη μέρα στο επιχειρείν της Υγείας». Οι εκπρόσωποι του κλάδου είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν συζητώντας με τον υπουργό Υγείας Ανδρέα Ξανθό, ο οποίος στη δική του εναρκτήρια ομιλία έδωσε το στίγμα για την άμεση αλλαγή της φαρμακευτικής πολιτικής και τόνισε την προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξηθεί η δημόσια δαπάνη για την υγεία.
Το μίγμα πολιτικής
Ολύμπιος Παπαδημητρίου, πρόεδρος δ.σ., Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) | γενικός διευθυντής, Novo Nordisk Ελλάς: «Κινήσεις όπως οριζόντιες μειώσεις τιμών, υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές, μειώσεις περιθωρίων κέρδους στο χονδρικό εμπόριο και το φαρμακείο, κλειστοί προϋπολογισμοί και ούτω καθεξής, είναι μέτρα τα οποία έχουν αποδώσει στη συγκράτηση της δημόσιας δαπάνης, αλλά δεν ξέρω πόσο μπορούμε να τα λογίζουμε ως μεταρρυθμιστικά. Γίνονται και άλλες προσπάθειες όπως τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και ο φάκελος ασθενούς, οι έλεγχοι στη συνταγογράφηση, όμως δυστυχώς έχουν καθυστερήσει. Αυτή τη στιγμή ο χώρος του φαρμάκου είναι αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα στην οποία οι πόροι που διατίθενται από την κρατική μηχανή δεν επαρκούν, ενώ ταυτόχρονα -και δικαίως- καλύπτονται νέες ομάδες πληθυσμού. Θεωρώ πως το DNA των φαρμακευτικών εταιρειών δεν είναι η στέρηση των φαρμάκων από τους ασθενείς. Αυτό είναι έξω από τη λογική τους. Αλλά όταν οι αντοχές δοκιμάζονται τότε πραγματικά είναι ένα ερώτημα ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα. Έχουμε μιλήσει στο πρόσφατο παρελθόν για ένα μίγμα πολιτικής το οποίο όμως θα πρέπει ο ένας του πυλώνας να συνίσταται στον εξορθολογισμό της παρούσας χρηματοδότησης και σε δομικές και άλλες μεταρρυθμίσεις από την άλλη. Η μεν χρηματοδότηση θα μας βοηθήσει να σταθούμε στα πόδια μας βραχυπρόθεσμα. Οι δε μεταρρυθμίσεις θα βοηθήσουν την όποια στήριξη δεχτεί το σύστημα να γίνει βιώσιμο στο μέλλον. Δεν είναι λογικό η πολιτεία να βλέπει το φάρμακο ως δαπάνη, αλλά ως επένδυση».
Αρνητική πρωτοτυπία
Θεόδωρος Ε. Τρύφων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), αντιπρόεδρος δ.σ. της ELPEN: «Οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες δεν μπορούν να αντέξουν τα τεράστια ποσά του clawback, τα οποία οδηγούν σε άμεση και έμμεση φορολόγηση των εταιρειών άνω του 70%! Εταιρείες που έχουν φάρμακα με λιανική τιμή 6-7 ευρώ αδυνατούν να πληρώσουν. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν επιβάλλεται clawback σε γενόσημα και οικονομικά φάρμακα. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, είναι ανεπαρκέστατη και το ύψος του clawback θα πρέπει να μειωθεί συνολικά και να καταμεριστεί δικαιότερα. Σε ένα νέο σύστημα υπολογισμού του clawback θα πρέπει συνεκτιμηθεί και η προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η φαρμακοβιομηχανία στην οικονομία με όρους επενδύσεων σε έρευνα και νέων θέσεων εργασίας. Επίσης είχαμε το μοναδικό σύστημα στην Ευρώπη που, κινούμενο στα όρια της νομικής αυθαιρεσίας, πραγματοποιούσε δύο ανατιμολογήσεις κάθε έτος εστιάζοντας μονόπλευρα και άδικα σε μειώσεις μόνο στα παλαιά και οικονομικά φάρμακα. Πάγια θέση της βιομηχανίας αποτελεί το ότι η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιεί αυτά που παράγει καθώς είναι ο μόνος τρόπος να τονωθεί η εθνική οικονομία και να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία μέσω της ΠΕΦ έχει εγκαίρως καταθέσει -και θα το πράξει και στη συνεδρίαση της “Διακομματικής Επιτροπής για τη χάραξη εθνικής πολιτικής για το φάρμακο»- τις τεκμηριωμένες και κοστολογημένες προτάσεις της για μία συνολική φαρμακευτική πολιτική που έχει σαν στόχο να διασφαλίζεται η πρόσβαση των πολιτών στις απαραίτητες θεραπείες ενώ, επιτέλους, θα αναδεικνύεται η αναπτυξιακή διάσταση της ελληνικής παραγωγής φαρμάκου».
Φιλικό περιβάλλον
Σίμος Αναστασόπουλος, πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της Πετσιάβας Α.Ε.: «Ερχόμενος από την πρόσφατη ΔΕΘ θα ήθελα να αναφέρω ότι ήταν πράγματι μία εξαιρετική οργάνωση, κυρίως γιατί εισήγαγε ένα νέο μοντέλο που έφερε τον κόσμο και τις επιχειρήσεις, τους νέους επιχειρηματίες, τις start ups στην έκθεση και στο περίπτερο. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται και για την περιοχή αλλά και για να επενδύσουν. Όμως αυτό δεν είναι εύκολο διότι αν το περιβάλλον δεν αλλάξει προς το φιλικότερο στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, δεν θα πάρουν την απόφαση να επενδύσουν. Χρειαζόμαστε θυμίζω 100 δισεκατομμύρια επενδύσεις τα επόμενα πέντε χρόνια και σήμερα είμαστε στα 3,5 δισ., εκ των οποίων το ένα περίπου, ένα και κάτι έρχεται από την Αμερική. Έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε ακόμα. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να πω ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους πυλώνες που θα φέρουν ανάπτυξη. Θα έβλεπα λοιπόν θεμιτό εδώ να υπάρξει μία ελαστικοποίηση αν θέλετε ή να δει κανένας τον χώρο του φαρμάκου με άλλο μάτι, ευνοϊκότερο. Ειδικά όσον αφορά τον κλειστό προϋπολογισμό που είναι και το μεγάλο αγκάθι. Η κατάσταση είναι οριακή. Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν πρέπει να ληφθούν σήμερα».
Έλλειψη προβλεψιμότητας
Έλενα Χουλιάρα, γραμματέας του PhRMA Innovation Forum, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος, AstraZeneca Ελλάδος & Κύπρου: «Είναι ευρέως αποδεκτό ότι τα καινοτόμα προϊόντα έχουν μία πολύ θετική συνεισφορά στην κοινωνία αλλά και την οικονομία. Πολλές φορές μιλάμε για τον οικονομικό αντίκτυπο του φαρμάκου και για το κόστος της καινοτομίας και πόσο έχουν αυξηθεί οι φαρμακευτικές δαπάνες. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πάρα πολύ σημαντική πρόοδος. Για παράδειγμα στον καρκίνο γνωρίζουμε πια ότι τέσσερις στους πέντε ασθενείς που θα νοσήσουν θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην εργασία τους. Έχουν μειωθεί οι θάνατοι από καρκίνο τα τελευταία χρόνια κατά 20%. Έχει υπάρξει ίαση σε πάρα πολλές σημαντικές νόσους όπως είναι η ηπατίτιδα C. Η συνεισφορά της καινοτομίας στην κοινωνία και στην οικονομία είναι αδιαπραγμάτευτη και σε αυτό το περιβάλλον αναρωτιόμαστε κατά πόσο υπάρχουν αυτή τη στιγμή κίνητρα στις επιχειρήσεις, κυρίως τις πολυεθνικές που φέρνουν τα καινοτόμα φάρμακα, να επενδύσουν στη χώρα μας. Πέρα από το δυσθεώρητο ύψος όλων αυτών των επιστροφών υπάρχει και μία φοβερή έλλειψη προβλεψιμότητας, καθότι ξεκινούμε τη χρονιά χωρίς τελικά να γνωρίζουμε στο τέλος της χρονιάς τι θα αναγκαστούμε να επιστρέψουμε και υπό ποιο νομικό πλαίσιο. Επίσης υπάρχει σίγουρα ένας μεγάλος προβληματισμός σε στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας για τον αντίκτυπο που θα έχει το ΗΤΑ
Θάνος Δημόπουλος, πρύτανης, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ): «Αυτή τη στιγμή είμαστε σε ένα κράτος το οποίο έχει μία σημαντική οικονομική δυσχέρεια, όμως παρ’ όλα αυτά υπάρχει μία πλήρης και θα έλεγα υπερπλήρης κάλυψη των ασθενών. Από την άλλη μεριά βεβαίως αυτό δημιουργεί μία αύξηση, δημιουργείται μία πίεση στις φαρμακευτικές εταιρείες με το clawback. Περιορίζονται οι ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες και πιστεύω ότι η ανάπτυξη των κλινικών μελετών είναι μία λύση. Θα πρέπει να υπάρχουν στην Ελλάδα κέντρα, μονάδες, κλινικές που να έχουν μία εξειδίκευση. Η διαδικασία των κλινικών μελετών είναι πολύπλοκη, όχι γενικά μιας γραφειοκρατίας, αλλά επειδή υπάρχουν ορισμένες διαδικασίες που ακολουθούνται με τις επιστημονικές επιτροπές και τα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων. Έχει ξεπεραστεί το πρόβλημα από την Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας και από τον ΕΟΦ όπου οι διαδικασίες εκεί είναι πολύ γρήγορες. Αλλά δεν μπορεί να είναι επιτρεπτό σε μία επιστημονική επιτροπή ή σε ένα διοικητικό συμβούλιο του νοσοκομείου να θέλει 6 μήνες για να εγκρίνει μία μελέτη. Επίσης υπάρχει και το άλλο θέμα το οποίο πρέπει να αναγνωρίσουμε, πως όταν μία φαρμακευτική εταιρεία η οποία έχει 1, 2 ή 3 εγκεκριμένα φάρμακα στην Ελλάδα δεν αποδίδει τα έσοδα ή τα κέρδη που περιμένει η μητρική εταιρεία, αυτό δρα ανασταλτικά και στο να μπει η Ελλάδα στη διαδικασία ανάπτυξης κλινικών μελετών».