Ανοίγει η συζήτηση για τη νομική μορφή του Κτηματολογίου
Νύξη για αντισυνταγματικότητα
ια ρυθμίσεις που «πιθανοΓλογούνται
αντισυνταγματικές» κάνει λόγο απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (6535/2018) για τα ασφαλιστικά μέτρα που κατέθεσαν οι δικηγόροι της πρώην ΕΚΧΑ Α.Ε. (Εθνικό Κτηματολόγιο), νυν Ελληνικό Κτηματολόγιο με τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), όπως μετονομάστηκε, αλλάζοντας νομική μορφή με βάση τον ν. 4512/2018 των υπουργείων Περιβάλλοντος (ΥΠΕΝ) και Δικαιοσύνης.
Ο αρμόδιος δικαστής απέρριψε το αίτημα για ασφαλιστικά μέτρα που κατέθεσαν οι δικηγόροι, διαφωνώντας με τη μετατροπή των συμβάσεών τους από δικηγόροι με έμμισθη εντολή σε δημοσίους υπαλλήλους Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (εκτός 12 εξ αυτών), αλλά το σκεπτικό του ανοίγει ξανά τη συζήτηση αναφορικά με τον νόμο για τη μετατροπή της υπηρεσίας του Κτηματολογίου από Α.Ε. σε ΝΠΔΔ. Και αυτό γιατί στην ουσία αυτό που λέει είναι πως οι δικηγόροι δεν μπορούν να ζητούν ισότητα με όσους διατήρησαν την έμμισθη εντολή, όταν στο σύνολό της η μεταφορά των εργαζομένων από Α.Ε. σε ΝΠΔΔ πιθανολογείται ως αντισυνταγματική τη στιγμή που οι διαδικασίες για την πρόσληψη σε δημόσια υπηρεσία είναι συγκεκριμένη για τους δικηγόρους και για το υπόλοιπο προσωπικό.
Βεβαίως, η αρμοδιότητα για τη συνταγματικότητα η μη του ν. 4512/2018 ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) στο οποίο, να σημειώσουμε, έχουν προσφύγει οι υποθηκοφύλακες (για τους οποίους επίσης επήλθε αλλαγή στο καθεστώς που τους διέπει) ζητώντας να κηρυχθεί αντισυνταγματικός.
Αρμόδια στελέχη του ΥΠΕΝ, στα οποία η «Ν» έθεσε υπόψη τους την προαναφερόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου, σημείωναν ότι η συνταγματικότητα του εν λόγω νόμου έχει συζητηθεί και με το ΣτΕ στο πλαίσιο της διαβούλευσής του και ως εκ τούτου δεν θεωρούν πως θα υπάρξει κάποια εξέλιξη που να ανατρέπει τα σημερινά δεδομένα.
Το σκεπτικό του Πρωτοδικείου συνοψίζεται στην εξής παράγραφο: «Εν προκειμένω, λοιπόν, η νομοθετική ρύθμιση του ν. 4512/2018 αναφορικά με την επιλογή των εργαζόμενων σε αυτό δικηγόρων με πράξη της διοίκησης του ίδιου του καθ’ ου, είναι μεν ειδικότερη έναντι του άρθρου 43 §2 Κώδικας περί δικηγόρων, ωστόσο, δεν υπερισχύει αυτού, αλλά αντιθέτως πιθανολογείται ότι δεν πρέπει να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, διότι, όπως προεκτέθηκε, κατά την εκτίμηση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν παρέχει αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας, ενώ ο νομοθέτης οφείλει να αντιμετωπίζει άπαντες τους ασκούντες το λειτούργημα του δικηγόρου, οι οποίοι φέρουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα (είτε πρόκειται για τους αιτούντες, είτε για έτερους δυνάμει ενδιαφερόμενους δικηγόρους), σεβόμενος την αρχή της ισότητας, ακολουθώντας τη διαδικασία της “ανοικτής” προκήρυξης και συγκρότησης της πενταμελούς επιτροπής (βλ. άρθρο 43 §2 Κώδικας Δικηγόρων) και απευθυνόμενος στο σύνολο του δικηγορικού σώματος».