Σε προστασία ακινήτων αξίας έως 120.000 ευρώ φαίνεται να συγκλίνουν κυβέρνηση και τράπεζες
Πρόοδος στις επαφές για την α' κατοικία UBS: Υποτιμημένοι οι τραπεζικοί τίτλοι
Στις 120.000 ευρώ φαίνεται σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες να συγκλίνουν κυβέρνηση τράπεζες σε ό,τι αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Οι δύο πλευρές θα επιδιώξουν εντός των προσεχών ημερών με νέες συναντήσεις να βρεθεί κοινός τόπος μεταξύ τους για το συγκεκριμένο θέμα.
Στη χθεσινή σύσκεψη στο Μαξίμου από την πλευρά των τραπεζών μετείχαν οι CEO των τεσσάρων συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων (Φ. Καραβίας, Eurobank, X. Μεγάλου, Πειραιώς, Π. Μυλωνάς, ΕΤΕ, Β. Ψάλτης, Alpha Bank). Ακόμη μετείχαν ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος Troubled Assets Group της Eurobank Θεόδωρος Καλαντώνης, ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Νίκος Καραμούζης, ενώ από την πλευρά της κυβέρνησης μετείχαν οι Αλέκος Φλαμπουράρης, υπουργός Επικρατείας, Γιάννης Δραγασάκης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Δημήτρης Λιάκος, υφυπουργός Παρά τω Πρωθυπουργώ, Μιχάλης Καλογήρου, υπουργός Δικαιοσύνης.
Στη συνάντηση αυτή υπήρξε πρόοδος. Αποφασίστηκε να μην υπάρξει παράταση του νόμου Κατσέλη, ο νέος νόμος να ψηφιστεί πριν από το τέλος Φεβρουαρίου, ενώ το νέο πλαίσιο να μη δημιουργεί κινδύνους για τις τράπεζες και να προστατεύει την πρώτη κατοικία.
Οι τράπεζες κατέβηκαν στο στίβο της διαπραγμάτευσης δεχόμενες να προστατευθεί η πρώτη κατοικία όχι μόνο για τα στεγαστικά δάνεια αλλά και από τις καθυστερημένες οφειλές επιχειρηματικών και καταναλωτικών δανείων εφόσον αυτά φέρουν εγγυήσεις ή προσημειώσεις που αφορούν την πρώτη κατοικία. Ας σημειωθεί ότι η πρώτη κατοικία μέχρι στιγμής γι’ αυτά τα δάνεια δεν προστατευόταν μέσω του νόμου Κατσέλη.
Μειώνουν πάντως οι τράπεζες σε επίπεδο πρότασης την περίμετρο των προστατευόμενων κατοικιών, θέτοντας την προστασία για αξίες σε ό,τι αφορά την πρώτη κατοικία στις 100.000 ευρώ και το οικογενειακό εισόδημα των δανειοληπτών στα 20.000 ευρώ. Η κυβέρνηση φαίνεται πως κάποια
I στιγμή στην πορεία της διαπραγμάτευσης θέλησε να θέσει δύο όρια, 250.000 ευρώ σε ό,τι αφορά την αξία της πρώτης κατοικίας και 35.000 ευρώ σε ό,τι αφορά το εισόδημα. Επίσης για κατοικίες αξίας μέχρι 100.000 ευρώ από την κυβέρνηση ετίθετο το θέμα της επιδότησης. Οι δύο πλευρές δείχνουν να καταλήγουν στις 120.000 ευρώ.
Θεσμικό πλαίσιο
Το καινούργιο θεσμικό πλαίσιο θα δίνει στις τράπεζες -όχι στα δικαστήρια- τη δυνατότητα της ρύθμισης των δανείων. Το σύστημα θα λειτουργεί μέσα από μια πλατφόρμα όμοια με εκείνη του εξωδικαστικού συμβιβασμού που θα δέχεται ή όχι τις σχετικές αιτήσεις από τους ενδιαφερόμενους.
Στην παρούσα φάση οι αιτήσεις κατατίθενται στα δικαστήρια ολόκληρης της χώρας και συνήθως όλες τυγχάνουν της προστασίας της πρώτης κατοικίας για δάνεια στεγαστικά, ενώ το 40% αυτών των αιτήσεων απορρίπτονται στην εκδίκαση.
Στη σύσκεψη συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, «κούρεμα» σε ό,τι αφορά τη δόση του δανείου και όχι το σύνολο της οφειλής που υπολείπεται.
Σε περίπτωση που επικρατήσει η άποψη «κουρέματος» της οφειλής, τότε το δάνειο θα κουρεύεται με βάση το υπολειπόμενο ποσό του σε σχέση πάντα με την αξία του ακινήτου. Το όποιο «κούρεμα» θα πραγματοποιείται μόνον αν το υπόλοιπο είναι πάνω από το 120% της αξίας του ακινήτου.
Η επιμήκυνση της οφειλής θα κινείται σε 20 έως 25 έτη χωρίς η ηλικία του δανειολήπτη ή του εγγυητή -εφόσον υπάρχει ή εφόσον εισέρχεται στη ρύθμιση- να ξεπερνά τα 80 έτη.
Χαμηλοί τόνοι από Ε.Ε.
Οι τράπεζες σκοπεύουν να έχουν πλέον έσοδα από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του νόμου Κατσέλη. Τα έσοδα αυτά αναμένεται να είναι τρεις φορές η επιδότηση, δηλαδή περί τα 600 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Χαμηλούς τόνους κρατάει η Κομισιόν που επιθυμεί τράπεζες και κυβέρνηση να έλθουν σε συνεννόηση, ώστε οι εργασίες των θεσμών να είναι σχετικώς εύκολες.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τα της διαπραγμάτευσης εκτιμούν πως οι θεσμοί θα ακροβατήσουν μεταξύ μιας σχετικώς χαλαρής στάσης που ωστόσο να μη δημιουργεί πρόβλημα στις τράπεζες.
Ωστόσο η συμφωνία μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης για την πρόταση αποτελεί θέμα σημαντικό για τους θεσμούς, καθώς το νέο θεσμικό πλαίσιο εντάσσεται στα προαπαιτούμενα που έχει υπογράψει η κυβέρνηση. Εξού και αποκλείεται μονομερής ενέργεια.
Την πεποίθησή της ότι τουλάχιστον οι 3 από τις 4 συστημικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση και πως οι αγορές έχουν «φερθεί σκληρά» στις μετοχές απαξιώνοντάς τες δραματικά, εκφράζει σε έκθεσή της η UBS. H ελβετική τράπεζα μάλιστα τοποθετείται σε καίρια ζητήματα για τον κλάδο και εν κατακλείδι θεωρεί πως με τη βελτίωση των μακροοικονομικών στοιχείων θα «μαλακώσουν» και τα σοβαρά ρίσκα που υπάρχουν για την αύξηση των NPEs.
Η UBS απαντώντας στο ερώτημα αν η μεταφορά των NPEs σε άλλο φορέα θα απαιτήσει μια νέα ανακεφαλαιοποίηση, αναφέρει πως στο βασικό της σενάριο δεν έχει συμπεριλάβει κάτι τέτοιο. Ειδικότερα, θεωρεί ότι η κεφαλαιακή βάση της Alpha Bank, της Εθνικής και της Eurobank έχουν τη δυνατότητα ώστε να απορροφήσουν τις απώλειες κεφαλαίου που σχετίζονται με τις εκταμιεύσεις σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV), καθώς και με μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες προβλέψεις των stress tests. Από την άλλη θεωρεί ότι η Πειραιώς είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε πιθανή αύξηση κεφαλαίου λόγω της μικρής προόδου στα NPEs, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη NPEs του κλάδου.
Συνολικά η UBS εκτιμά πως ο κεφαλαιακός αντίκτυπος της μεταφοράς NPEs στο SPV θα φτάσει τα
6 δισ. ευρώ το 2019-2020 για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Ακόμη εκτιμά πως τα προ προβλέψεων κέρδη αρκούν για την κάλυψη των ζημιών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επίσης η ταχύτερη αποκλιμάκωση του κόστους κινδύνου (μέση πτώση 23% ετησίως στις προβλέψεις 2019-2020) σε συνδυασμό με τις μεταφορές στο SPV και τις εσωτερικές ασκήσεις NPEs θα αντισταθμίσουν με το παραπάνω την πίεση στα κέρδη.
Η τράπεζα αναφέρει επίσης πως την τελευταία δεκαετία οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών υποαποδίδουν συνεχώς έναντι των ευρωπαϊκών και τώρα διαπραγματεύονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την ενσώματη λογιστική τους αξίας. Βασική αιτία ήταν τα αδύναμα αποτελέσματα του β’ τριμήνου του 2018, οι φόβοι της αγοράς σχετικά με τις επιταχυνόμενες προσπάθειες των τραπεζών να μειώσουν τα αποθέματα «κακών» δανείων, η αναβολή της έκδοσης ομολόγου μειωμένης εξασφάλισης της Πειραιώς λόγω των «δυσμενών συνθηκών της αγοράς».
Η δε πτώση της τάξης του 10% από τις αρχές του 2019 θα μπορούσε να εξηγηθεί εν μέρει από τους φόβους της αγοράς σχετικά με τον έλεγχο της ΕΚΤ στους δείκτες κάλυψης καθώς και με την πολιτική αβεβαιότητα.
Πάντως, η UBS επιφυλάσσεται ότι μπορεί να υπάρξουν κίνδυνοι στο θετικό αυτό βασικό της σενάριο που μπορούν να προέλθουν από τις αλλαγές στο πολιτικό, ρυθμιστικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. Οι αλλαγές αυτές έγκεινται στις γενικές εκλογές το 2019, τις ενέργειες των ελληνικών αρχών και των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών, καθώς και τη στάση τους απέναντι στη διαχείριση των NPEs, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, την επιδείνωση του κλίματος της αγοράς και την αυξημένη αβεβαιότητα σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Σχετικά με το πολιτικό σκηνικό η UBS σημειώνει ότι τον Μάιο ή το φθινόπωρο θα διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές, με το βασικό σενάριο της UBS να εκτιμά πως η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να εφαρμόζει την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων (NPLs, κοινωνική προστασία, προσέλκυση επενδύσεων).
Η Νέα Δημοκρατία ηγείται των δημοσκοπήσεων και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να είναι ο νέος πρωθυπουργός της χώρας και θα υιοθετήσει πιο φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των φόρων.
MI