Σε σαθρά θεμέλια η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας
Alpha Bank: Στηρίζεται περισσότερο στην ιδιωτική κατανάλωση και λιγότερο στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου
Ηελληνικής σταδιακή ανάκαμψη της
οικονομίας στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση και στο πλεονασματικό ισοζύγιο υπηρεσιών -κυρίως λόγω του τουρισμού - και σε μικρότερο βαθμό στον καθαρό σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, καθώς η επενδυτική ζήτηση παραμένει υποτονική, σημειώνει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών.
Όπως αναφέρει, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης από 1,5% το 2017 σε 2,1% στο πρώτο εννεάμηνο του 2018 και η διατήρησή του περί το 2,2% - 2,3% την επόμενη διετία σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνει ότι η χώρα μας αποκτά μία αναπτυξιακή δυναμική, ανάλογη, ίσως και ισχυρότερη, εκείνης του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% το πρώτο εννεάμηνο του 2018, ενώ αναμένεται να κινηθεί περί το 1,5%1,7% την επόμενη διετία). Ωστόσο, το τρέχον μίγμα αυτής της μεγέθυνσης της οικονομίας περιορίζει σε κάποιο βαθμό τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας στο μέλλον, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από την επενδυτική δαπάνη (-0,8 εκατοστιαία μονάδα η συμβολή των επενδύσεων στον τρέχοντα ρυθμό μεγέθυνσης της Ελλάδος, έναντι 0,7 εκατοστιαία μονάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Το μέγεθος του παραγωγικού κενού
Μία μέθοδος εκτίμησης της φάσης του οικονομικού κύκλου στον οποίο βρίσκεται η ελληνική οικονομία, καθώς και του πληθωρισμού που συνδέεται με την ενεργό ζήτηση είναι να εξετασθεί το μέγεθος του παραγωγικού κενού, το οποίο ορίζεται ως η απόσταση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος από το δυνητικό προϊόν, δηλαδή από το προϊόν που θα παραγόταν δυνητικά εφόσον απασχολούνταν πλήρως όλοι οι παραγωγικοί συντελεστές.
Το παραγωγικό κενό στη χώρα μας είναι αρνητικό από το 2009 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση, γεγονός που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της υποαπασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών της οικονομίας και συμβαδίζει με την παράλληλη αύξηση της ανεργίας. Από το 2013, οπότε σημειώθηκε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (27,9% τον Ιούλιο) και αντίστοιχα το μεγαλύτερο αρνητικό παραγωγικό κενό (-15,8% του δυνητικού ΑΕΠ) και τα δύο μεγέθη έχουν ανακάμψει.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που αναλύονται στην ενότητα της Οικονομικής Συγκυρίας του παρόντος δελτίου, το ποσοστό ανεργίας τον Νοέμβριο του 2018 υποχώρησε περαιτέρω στο 18,5%, από 18,7% τον Οκτώβριο του 2018 και 21,1% τον Νοέμβριο του 2017, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να μειωθεί σταδιακά μέχρι το 2020 στο 16,9%. Παράλληλα το παραγωγικό κενό έχει περιοριστεί σημαντικά, καθώς εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο -6% του δυνητικού ΑΕΠ για το σύνολο του 2018. Παραμένει ωστόσο σε αρνητικό έδαφος με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την υποτονική εγχώρια ζήτηση και τις ήπιες μισθολογικές αυξήσεις, να μην παρατηρείται αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων. Για τον λόγο αυτό ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, εξαιρουμένης της επίπτωσης των τιμών της ενέργειας, παραμένει σε χαμηλό επίπεδο (0,5% το 2018).
Η μακροχρόνια δυναμική μεγέθυνσης
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η διαφορά μεταξύ δυνητικού και πραγματικού ΑΕΠ βαίνει μειούμενη από το 2010 και μετά, γεγονός που συνάδει με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι το παραγωγικό κενό θα συρρικνωθεί περαιτέρω το 2018. Ωστόσο, η μείωση αυτή του παραγωγικού κενού αποδίδεται τόσο στην αύξηση του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, όσο κυρίως στην πτώση του δυνητικού ΑΕΠ, εξέλιξη που υποδηλώνει την αποδυνάμωση των βασικών παραγωγικών συντελεστών.
Ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να προσδιορισθεί από ορισμένες αντίρροπες δυνάμεις.
Πρώτον, την περιορισμένη, ενδεχομένως και αρνητική συμβολή, του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Δεύτερον, την άνοδο της παραγωγικότητας που δύναται να στηριχθεί στις διαρθρωτικές αλλαγές που υλοποιήθηκαν στη χώρα στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής.
Τρίτον, την ισχυρή θετική επίπτωση της συσσώρευσης κεφαλαίου.