Ισχυρές μόνο οι έγγραφες συμφωνίες
Τι αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος για τις σχέσεις εργοδοτών-εργαζομένων
Ηεργαζόμενου προφορική δήλωση ενός
προς τον εργοδότη του σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία, ή σε περίπτωση συναινετικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ότι δεν έχει (ο εργαζόμενος) άλλες οικονομικές απαιτήσεις, δεν σημαίνει και αποδοχή από τον μισθωτό της οικονομικής πρότασης που του έγινε για αποζημίωση. Αυτό αναφέρει ρητά ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 1081/2018 απόφασή του στην οποία επισημαίνεται ότι ακόμη κι αν υπάρχει προφορική δήλωση του εργαζόμενου έναντι της οικονομικής πρότασης του εργοδότη για την αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης διαφορετική από αυτή που προέβλεπε η αρχική έγγραφη συμφωνία μεταξύ των δυο μερών (εργοδότη-εργαζόμενου), θα πρέπει να καταρτιστεί νέα σύμβαση εργασίας. Μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου και με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όταν υπάρχει μια γραπτή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την οποία ο ένας εκ των συμβαλλομένων μερών (εργοδότης) υπόσχεται στον άλλον ορισμένη παροχή (χρηματική), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατάρτισης μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού «συμφωνίας οικειοθελούς αποχώρησης του τελευταίου ή συναινετικής “καταγγελίας” από τον εργοδότη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού με την παροχή στον τελευταίο οικονομικών προς τούτο κινήτρων από τον εργοδότη, η μείωση του ύψους της οφειλόμενης κατά τη σύμβαση από τον εργοδότη προς τον μισθωτό οικονομικής παροχής προϋποθέτει κατάρτιση τροποποιητικής προς τούτο συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία, όπως κάθε σύμβαση, συντελείται με την αποδοχή από τον μισθωτό της περί τούτου πρότασης του εργοδότη».
Επίσης, ο Άρειος Πάγος επισημαίνει στην απόφασή του ότι η προφορική δήλωση του μισθωτού, κατά την αποχώρηση από την εργασία του, προς τον εργοδότη του ότι «εισέπραξε τη συμφωνηθείσα μεγαλύτερη της νομίμου αποζημίωση απόλυσης και ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις κατ’ αυτού, ως εργατική απαίτηση, ακόμη και εάν έγινε χωρίς επιφύλαξη, πολύ δε περισσότερο εάν ο μισθωτός επιφυλάχθηκε περαιτέρω αξιώσεών του, δεν υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας αποζημίωσης εξ αιτίας της αποχώρησης του μισθωτού, κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας». Αυτός είναι και ο πλέον ισχυρός λόγος για τον οποίο ο Α.Π. επισημαίνει στην απόφασή του ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει έγγραφη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών, εργοδότη - εργαζόμενου, επειδή στην αντίθετη περίπτωση «εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας».