Ο αγροτικός κλάδος κύριο μέτωπο στον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ - Κίνας
Το Πεκίνο η τέταρτη μεγαλύτερη αγορά αμερικανικών γεωργικών προϊόντων
Οαγροτικός κλάδος και τα γεωργικά προϊόντα έχουν αναδειχθεί σε μείζον θέμα στον εμπορικό πόλεμο που εξελίσσεται περισσότερο από ένα χρόνο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου και αποτέλεσε την τελευταία αφορμή για την κλιμάκωση της σύγκρουσης ΗΠΑ - Κίνας.
Στις αρχές του μήνα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει δασμούς 10% σε κινεζικά αγαθά αξίας 300 δισ. δολαρίων από την 1η Σεπτεμβρίου (ενώ 2 ημέρες πριν αξιωματούχοι των 2 χωρών είχαν πραγματοποιήσει συνάντηση σε ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων στη Σαγκάη), διότι η Κίνα δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της αναφορικά με τον όγκο αγορών αμερικανικών γεωργικών προϊόντων.
Η αντίδραση του Πεκίνου ήταν άμεση, αποφασίζοντας να αποσυρθεί επίσημα από την αγορά αμερικανικών γεωργικών προϊόντων, στέλνοντας μήνυμα στην Ουάσιγκτον ότι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να απεξαρτηθεί εντελώς από τον αγροτικό κλάδο των ΗΠΑ.
Μεγάλος «πελάτης»
Στην άλλη πλευρά όμως η απόφαση αυτή της κινεζικής κυβέρνησης δεν έτυχε καθόλου θερμής υποδοχής, το αντίθετο μάλιστα, καθώς οι Αμερικανοί αγρότες χάνουν έναν από τους μεγαλύτερους πελάτες τους.
Η Κίνα είναι η τέταρτη μεγαλύτερη αγορά αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, πίσω από τον Καναδά, το Μεξικό και την Ιαπωνία, με τις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων το 2018 να ανέρχονται στα 5,9 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης.
Λιγότερη σόγια
Είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες εισαγωγές σόγιας στον κόσμο και απορρόφησε περί το 60% των αμερικανικών εξαγωγών σόγιας την περίοδο 2017/18. Από το Σεπτέμβριο του 2017 έως τον Μάιο του 2018, οι αμερικανικές εξαγωγές σόγιας προς την Κίνα ανήλθαν στα 27,7 εκατ. τόνους.
Ο όγκος αυτός μειώθηκε περισσότερο από 70% μόλις στους 7 εκατ. τόνους κατά το ίδιο διάστημα την περίοδο 2018/19, μετά τη δασμολόγηση της αμερικανικής σόγιας από το Πεκίνο, σύμφωνα με ανάλυση του Πανεπιστημίου του Μιζούρι.
«Οι πωλήσεις έχουν ήδη μειωθεί αυτό την περίοδο συγκομιδής λόγω των υφιστάμενων δασμών. Εάν φθάσουμε στο σημείο η Κίνα να σταματήσει τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ, αυτό θα οδηγούσε βεβαίως σε ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στην αγορά και τις τιμές», επισημαίνει ο Πατ Γουέστχοφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών για την Επισιτιστική και Γεωργική Πολιτική στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι. «Η έλλειψη της Κίνας από την αγορά θα ήταν πολύ μεγάλη».
Επιπλέον μείωση
Ο Γουέστχοφ έχει υπολογίσει μία επιπλέον μείωση ύψους 4 δισ. δολαρίων στις εξαγωγές σόγιας μετά τις επιπτώσεις των δασμών, ενώ εκτιμά ότι η τιμή της σόγιας έχουν ήδη υποχωρήσει 9% από τότε που ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος.
Οι δασμοί δημιουργούν επίσης προβλήματα και στις άλλες καλλιέργειες, υπογραμμίζει ο Γουέστχοφ. Με εξασθενημένη τη ζήτηση για τη σόγια, οι αγρότες στρέφονται στις καλλιέργειες άλλων προϊόντων όπως το καλαμπόκι.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η τιμή του καλαμποκιού επειδή υπάρχει πολύ περισσότερη προσφορά (πριν οι αμερικανικές καλλιέργειες πληγούν από πλημμύρες).
Αλυσιδωτά προβλήματα
Ενώ οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων αποτελεί ένα σχετικά μικρό κομμάτι του αμερικανικού ΑΕΠ των 20 τρισ. δολαρίων το χρόνο, η απόφαση της Κίνας θα προκαλέσει αλυσιδωτά προβλήματα και θα επιδεινώσει αυτά που ήδη αντιμετωπίζουν.
Τα καθαρά γεωργικά έσοδα στις ΗΠΑ μειώνονται σταθερά τα τελευταία έξι χρόνια, πολύ πριν από την εφαρμογή των δασμών.
Τα έσοδα έχουν υποχωρήσει κατά 45% από το υψηλό των 123,4 δισ. δολαρίων το 2013 σε σχεδόν 63 δισ. δολάρια πέρυσι, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας.
Εκτός από κινεζικούς δασμούς, οι αγρότες αντιμετώπισαν φέτος πλημμύρες και την αφρικανική πανώλη των χοίρων, με αποτέλεσμα να πληγεί η παραγωγή τους.
Ο Λευκός Οίκος διέθεσε από τον Μάιο ένα πακέτο ομοσπονδιακής βοήθειας ύψους 16 δισ. δολαρίων για να βοηθήσει τους αγρότες να αντιμετωπίσουν τις ζημιές από τις κλιματικές αλλαγές και τις καιρικές συνθήκες. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος αυτού του πακέτου είναι δύσκολο να φθάσει στους μικροκαλλιεργητές και δεν μπορεί να λογίζεται ως μόνιμο μέτρο.
Οι δασμοί Τραμπ
Η γεωργία αποτελεί ένα ευαίσθητο ζήτημα για τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
Ισχυρίστηκε ότι είχε εξασφαλίσει μεγάλο όγκο αγορών αγροτικών προϊόντων από την Κίνα όταν συναντήθηκε με τον ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G-20 τον Ιούνιο και στη συνέχεια κατηγόρησε το Πεκίνο ότι δεν τήρησε αυτή τη συμφωνία.
Αυτός ήταν ο λόγος που ανακοίνωσε 10% δασμούς για τα υπόλοιπα κινεζικά αγαθά αξίας 300 δισ. δολαρίων που δεν είχαν δασμολογηθεί πριν.
Πριν από λίγες ημέρες, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου, δήλωσε ότι οι κινεζικές εταιρείες έχουν σταματήσει να αγοράζουν τα αμερικάνικα γεωργικά προϊόντα ως αντίποινα στην απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ.
«Αποτελεί μία σοβαρή παραβίαση της συνάντησης μεταξύ των αρχηγών κρατών της Κίνας και των ΗΠΑ», ανέφερε το υπουργείο σε δήλωσή του τη Δευτέρα.
Ο Τζον Ράτλετζ, επικεφαλής του επενδυτικού οίκου Safanad, δήλωσε ότι δεν αποτελεί πλέον μυστικό ότι η γεωργία είναι το όπλο της Κίνας που επέλεξε να ρίξει στον εμπορικό πόλεμο.
Από την μία πλευρά, βλάπτει το ΑΕΠ και την εκλογική βάση των μικρών αγροτών του Τραμπ - αλλά ίσως το πιο σημαντικό, βλάπτει τις κτηνοτροφικές εταιρείες που τείνουν παραδοσιακά να είναι δωρητές στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα. « Είναι σαφές ότι η απόφαση του Πεκίνο ήταν αντίποινα», δήλωσε.
Ο Ράτλετζ, ο οποίος έχει συναντηθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια του έτους με την κεντρικό εμπορικό κλιμάκιο της κυβέρνησης Τραμπ, δήλωσε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να επιτρέψει τον τερματισμό του εμπορικού πολέμου πριν από τις επόμενες εκλογές λόγω της πολιτικής αξίας που έχει ανακύψει.
Με εξασθενημένη την κινεζική ζήτηση για τη σόγια, οι Αμερικανοί αγρότες στρέφονται στις καλλιέργειες άλλων προϊόντων όπως το καλαμπόκι.
Επικίνδυνη κατάσταση
Η Πάτι Τζατζ πρώην κυβερνήτης της Αϊόβα, πολιτεία με μία από τις μεγαλύτερες παραγωγές αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ, επισήμανε ότι η απώλεια ενός εμπορικού εταίρου όπως η Κίνα «δημιουργεί μία πολύ επικίνδυνη κατάσταση για τις ΗΠΑ».
Ερωτηθείσα σχετικά με την επιχορήγηση του Λευκού Οίκου, ανέφερε ότι «οι αγρότες θέλουν στο τέλος της χρονιάς να έχουν κερδίσει ένα σεβαστό ποσό. Αυτό που επίσης θέλουν είναι αυτά τα κέρδη να έχουν δημιουργηθεί από την παρουσία τους στις αγορές, παρά από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα».
Επίσης υπογράμμισε ότι οι αγρότες με μικρή παραγωγική δυναμικότητα, σπάνια καταφεύγουν στη λύση του δανεισμού, καθώς αν η ζήτηση δεν παραμένει σταθερή, θα δυσκολευθούν αν αποπληρώσουν τα δάνειά τους.