Οι τέσσερις ελληνικοί «άσοι» κατά τη διαπραγμάτευση
Ποια είναι τα επιχειρήματα που έχει επικαλεστεί η ελληνική πλευρά για να πείσει τους δανειστές ότι δεν θα δημιουργηθεί κενό την επόμενη χρονιά;
Συνεχώς αλλάζει προς το καλύτερο η «βάση» υπολογισμού, δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019. Εκεί που οι δανειστές υπολόγιζαν ότι η φετινή χρονιά θα κλείσει με έλλειμμα της τάξεως του 1 δισ. ευρώ έναντι του στόχου, τώρα αποδέχονται πλέον και την παραγωγή υπερπλεονάσματος η οποία θα οδηγήσει και στην κατανομή έκτακτου κοινωνικού μερίσματος μέσα στον Δεκέμβριο. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, το υπερπλεόνασμα εκτιμάται στα 300 εκατ. ευρώ, αλλά είναι πιθανό να υπάρξει και περαιτέρω αύξηση ανάλογα με τα στοιχεία που θα συλλέξει το Γενικό Λογιστήριο μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Όσο μεγαλύτερο προκύψει το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019, τόσο καλύτερη είναι η « αφετηρία » για τον προϋπολογισμό του 2020.
Η ρύθμιση των 120 δόσεων έκλεισε με περισσότερους από 700 χιλιάδες πολίτες να εντάσσονται τελικώς στη διαδικασία. Εκτός από τη γενναία εισπρακτική ένεση που έγινε στον προϋπολογισμό της φετινής χρονιάς (οι συνολικές εισπράξεις αναμένεται να ξεπεράσουν τα 650 εκατ. ευρώ), αναμένεται επίσης σημαντική ένεση μέσα στο 2020, καθώς θα συνεχιστεί η καταβολή των δόσεων. Επίσης, εκτιμάται ότι εξαιτίας της ρύθμισης μπορεί να αυξηθεί και ο συντελεστής εισπραξιμότητας στις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις ακριβώς επειδή αυτοί οι 700.000 δεν θα θελήσουν να χάσουν τα προνόμια μιας διαδικασίας για την οποία πλήρωσαν προκειμένου να ενταχθούν. Τα στοιχεία εκτέλεσης του 9μηνου ( ανακοινώνονται αύριο) δείχνουν ότι οι μειώσεις φορολογικών συντελεστών δεν επηρεάζουν αρνητικά την πορεία των φορολογικών εσόδων, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα αναμενόταν από μια « στατική » ανάλυση. Έτσι, τα έσοδα από τον ΦΠΑ υπεραποδίδουν για έναν ακόμη μήνα, παρά τις μειώσεις των συντελεστών που έγιναν τον περασμένο Μάιο ( σε τρόφιμα, εστίαση και ενέργεια), ενώ θετικές είναι οι πρώτες ενδείξεις και από τα έσοδα του ΕΝΦΙΑ. Για τον τελευταίο, η κυβέρνηση είχε εκτιμήσει ότι η μείωση του συνολικού βεβαιωθέντος φόρου κατά 22% μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του συντελεστή εισπραξιμότητας πάνω από το 80% και -τουλάχιστον με βάση τα πρώτα στοιχεία- αυτό επιβεβαιώνεται. Αρκεί να σημειωθεί ότι το οικονομικό επιτελείο έχει εγγράψει πολύ συγκρατημένη πρόβλεψη στον προϋπολογισμό του 2020 όσον αφορά την απόδοση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Ουσιαστικά, εκτιμάται ότι ο φόρος θα αποδώσει 500-600 εκατ. ευρώ λιγότερα μέσα στο 2020 συγκριτικά με το 2019. Για να επιβεβαιωθεί αυτό, σημαίνει ότι καμία επιχείρηση δεν θα εμφανίσει αυξημένα κέρδη στη φορολογική δήλωση του 2020, παρά το γεγονός ότι σε αυτήν θα αποτυπωθούν τα κέρδη της χρήσης του 2019 ( έτος ανάπτυξης 2%) και παρά το ότι ο φορολογικός συντελεστής θα είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με τον φετινό. Ο προϋπολογισμός του 2020 συντάσσεται αυτή τη στιγμή χωρίς να λαμβάνεται καν υπόψη η όποια θετική επίπτωση από την αναγνώριση του δικαιώματος της ελληνικής πλευράς να χρησιμοποιήσει μέρος από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων ( ANFAs και SMPs) για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας. Είτε αυτά τα κέρδη χρησιμοποιηθούν για να τονωθεί το ΠΔΕ, είτε για να συγκρατηθεί σε χαμηλότερα επίπεδα η δαπάνη που έχει ήδη εγγραφεί στον προϋπολογισμό ( δεδομένου ότι θα αναπληρωθεί από τους πόρους του ΠΔΕ), το συμπέρασμα είναι ότι μπορεί να προκύψει ένα «μαξιλάρι» το οποίο αυτή τη στιγμή δεν λαμβάνεται υπόψη. Έτσι, δημιουργούνται προϋποθέσεις ακόμη και για παραγωγή υπερπλεονάσματος και μέσα στον προϋπολογισμό του 2020.