Φοροαπαλλαγές στο προσχέδιο του ιταλικού προϋπολογισμού
Διατηρείται το έλλειμμα στο 2,2% του ΑΕΠ
Στην έγκριση του προσχεδίου για τον προϋπολογισμό του 2020 προχώρησε χθες η ιταλική κυβέρνηση, στον οποίο προβλέπονται φοροαπαλλαγές για τα μεσαία εισοδήματα, μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, ενώ παράλληλα διατηρεί το έλλειμμα στα επίπεδα του φετινού, στο 2,2% του ΑΕΠ.
Παράλληλα στον ίδιο προϋπολογισμό εγκρίθηκε η εφαρμογή ψηφιακού φόρου στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες από το επόμενο έτος, ένα μέτρο που υπολογίζεται να αποφέρει έσοδα 600 εκατ. ευρώ στο ιταλικό κράτος.
Κατά τη χθεσινή συνεδρίαση το υπουργικό συμβούλιο της ιταλικής κυβέρνησης συνασπισμού του Κινήματος 5 Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος αποφάσισε να αφήσει στην άκρη το σχέδιο για αύξηση της φορολογίας στις πωλήσεις που θα απέφερε συνολικά 25 δισ. ευρώ.
«Είναι ένας προϋπολογισμός διευρυμένος, που μας ικανοποιεί. Είναι ένα επουσιώδες σχέδιο για να καταπολεμήσουμε τη φοροδιαφυγή» δήλωσε ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζιουζέπε Κόντε.
Βάσει του νέου προϋπολογισμού προβλέπονται περικοπές φόρων στα μεσαία εισοδήματα, ένα μέτρο που αναμένεται να επιβαρύνει τα ιταλικά κρατικά ταμεία με σχεδόν 3 δισ. ευρώ το 2020, τα οποία η κυβέρνηση προσδοκά να τα εξασφαλίσει από το σχέδιο για την πάταξη της φοροδιαφυγής που υπολογίζεται να αποφέρει 109 δισ. ευρώ στο ιταλικό κράτος.
Η Ιταλία φιλοδοξεί το έλλειμμα να διαμορφωθεί στο 2,2% του ΑΕΠ το 2020, διατηρώντας το στα ίδια επίπεδα για 3η διαδοχική χρονιά.
Ο καινούργιος προϋπολογισμός επίσης ανοίγει τον δρόμο για την υιοθέτηση του λεγόμενου τεχνολογικού φόρου, που επιτρέπει τη μεγαλύτερη φορολόγηση των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών όπως η Amazon και η Google.
Το μέτρο προβλέπει οι εν λόγω εταιρείες να καταβάλλουν φόρο 3% για κάθε συναλλαγή που θα πραγματοποιείται διαδικτυακά εντός της ιταλικής επικράτειας.
Το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού θα πρέπει να κατατεθεί προς ψήφιση στο ιταλικό κοινοβούλιο μέχρι τις 20 Οκτωβρίου και θα πρέπει να εγκριθεί και από τα 2 σώματα της ιταλικής Βουλής, ενώ φυσικά για να τεθεί σε ισχύ απαιτείται και η έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.