Ε.Ε: Συνκαιπληντηςελληνικήςοικονομίας
Επίτευξη πλεονασμάτων, αποκλιμάκωση της ανεργίας και του χρέους, αλλά χαμηλότερη ανάπτυξη
Παρά την επιβράδυνση που σημειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους, η ελληνική οικονομία θα ανεβάσει ταχύτητα από το 2020, και αυτό θα οδηγήσει σε επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα), σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας, αλλά και του δημόσιου χρέους.
Όλα αυτά τη στιγμή που η οικονομία της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης επηρεάζεται αρνητικά από τις τριβές στο διεθνές εμπόριο, την κάμψη της κινεζικής οικονομίας και φυσικά την αβεβαιότητα του Brexit.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτουν από τις χθεσινές φθινοπωρινές προβλέψεις, που δημοσιοποίησε η Κομισιόν για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, αλλά και των κρατών μελών φέτος και τα επόμενα δύο χρόνια.
Αναφορικά με την Ελλάδα, η Επιτροπή κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης για φέτος σε σχέση με την προηγούμενη ενδιάμεση πρόβλεψη του Ιουλίου και αυτό το αποδίδει στο κακό πρώτο εξάμηνο, όπου η οικονομία επιβραδύνθηκε σημαντικά λόγω της κάμψης των εξαγωγών, αλλά και της μείωσης των δημόσιων επενδύσεων.
Ωστόσο, εμφανίζεται αισιόδοξη για το 2020, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία παρά τις δυσκολίες από την επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, χάρη στις μεταρρυθμίσεις θα ανακάμψει δυναμικά, ενώ η ανάπτυξη θα υποβοηθηθεί και από την αλλαγή του φορολογικού μίγματος, που θα υποστηρίξει τις επενδύσεις και την αύξηση της απασχόλησης.
Επίσης οι εκτιμήσεις της για την εξέλιξη του ΑΕΠ είναι κάτω από τις κυβερνητικές προβλέψεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η πρόβλεψη της Κομισιόν ότι η Ελλάδα θα υπερκαλύψει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2019, καθώς και το 2020 και 2021, κάτι που στην ουσία αποτελεί προαναγγελία και της έγκρισης χωρίς τροποποιήσεις του προϋπολογισμού του 2020 από το Εurogroup στις 4 Δεκεμβρίου.
Αισιόδοξος εμφανίστηκε και ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος επανέλαβε τη θέση της Επιτροπής υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος της κυβέρνησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Αναφερόμενος στην ανάπτυξη, ο Γάλλος επίτροπος είπε ότι στην Ελλάδα υποστηρίζεται από ένα «φιλικό πακέτο» μέτρων, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στην αναμενόμενη αποκλιμάκωση της ανεργίας, αλλά και του χρέους, την οποία απέδωσε στα σημαντικά πλεονάσματα.
Ερωτηθείς σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, ο κ. Μοσκοβισί επανέλαβε την πάγια θέση της Επιτροπής Γιούνκερ, σύμφωνα με την οποία το ζητούμενο είναι η αξιοπιστία στην τήρηση των δεσμεύσεων, ωστόσο διευκρίνισε, και αυτό είναι σημαντικό, ότι «δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει η Ελλάδα να παράγει σε μόνιμη βάση ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ», προσθέτοντας ότι αυτό θα συζητηθεί την κατάλληλη στιγμή.
Αυτό που είναι σημαντικό σήμερα και η ελληνική κυβέρνηση το γνωρίζει, είναι να υπάρξει αξιοπιστία για φέτος, προκειμένου να ξεκινήσει η συζήτηση με τους εταίρους για τη μείωση των πλεονασμάτων, κάτι που θα γίνει με την επόμενη Κομισιόν, κατέληξε.
Οι προβλέψεις
Αναφορικά με τις προβλέψεις για τη χώρα μας, το ΑΕΠ θα αυξηθεί φέτος 1,8%, του χρόνου 2,3% και το 2021 κατά 2,0%. Τον Ιούλιο στις ενδιάμεσες προβλέψεις για την ανάπτυξη η Κομισιόν εκτιμούσε ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 2,1% το 2019 και 2,2% το 2020. Δηλαδή αναθε
ωρεί ελαφρώς προς το κάτω την ανάπτυξη για φέτος και ελαφρώς προς τα πάνω για του χρόνου.
Σημειώνεται πως, με βάση τις κυβερνητικές προβλέψεις, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2% φέτος και κατά 2,8% το 2020.
Στον δημοσιονομικό τομέα η Ελλάδα θα εμφανίσει ισχυρό πλεόνασμα της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ το 2019, 1,0% το 2020 και 1,1% το 2021. Οι επιδόσεις αναμένονται καλύτερες από την προηγούμενη πρόβλεψη τον Μάιο για πλεόνασμα 0,5% φέτος και έλλειμμα 0,1% το 2020.
Το δημόσιο χρέος θα ξεκινήσει από φέτος μια ραγδαία αποκλιμάκωση και θα κυμανθεί στο 175,2% του ΑΕΠ (181,2% το 2018), στο 169,3% το 2020
και στο 163,1% το 2021. Δηλαδή μια μείωση της τάξης των 18 ποσοστιαίων μονάδων σε μία τριετία.
Η ανεργία θα υποχωρήσει φέτος στο 17,3% του ενεργού πληθυσμού, ενώ θα μειωθεί περαιτέρω στο 15,4% το 2020 και στα 14% το 2021.
Η προηγούμενη πρόβλεψη του Μαΐου έκανε λόγο για ανεργία 18,2% του ΑΕΠ φέτος και 15,4% το 2020. Η βελτίωση μπορεί να είναι ακόμη καλύτερη από τις χθεσινές προβλέψεις, δεδομένου ότι η ανεργία βρίσκεται ήδη κάτω το 17% σήμερα.
Σημαντική ετήσια αύξηση προβλέπεται και για τις επενδύσεις, η οποία θα ανέλθει, φέτος στο 10,1%, το 2020 στο 12,5% και το 2021 στο 8,1%.
Ο πληθωρισμός θα κυμανθεί φέτος και τα δύο επόμενα χρόνια μεταξύ 0,5% και 0,9%, σαφώς χαμηλότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τέλος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα καταγράψει φέτος έλλειμμα 0,8% του ΑΕΠ, του χρόνου -1,1% του ΑΕΠ και το 2021 στο -0,9% του ΑΕΠ.
Κεφάλαιο Ελλάδα
Στο κεφάλαιο της έκθεσης που αναφέρεται στην Ελλάδα, η Κομισιόν σημειώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα, παρά το αρνητικό διεθνές περιβάλλον, αναμένεται να ανακάμψει και πιθανότατα θα υποστηριχθεί από τις εξαγωγές και τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που στόχο έχουν να ενδυναμώσουν τις επενδύσεις και να μειώσουν το κόστος εργασίας.
Το πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να ανέλθει σε επίπεδα-ρεκόρ το 2019, για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, το οποίο θα διευκολύνει μια ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους.
Η Ελλάδα προβλέπεται να
πετύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους, ενώ την ίδια στιγμή θα βελτιώσει την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών της, τονίζει.
Η Επιτροπή αποδίδει την ανεπαρκή αύξηση του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2019 (1,5%) στο πολύ αδύνατο πρώτο τρίμηνο ( 1,1%) και αυτό οφείλεται, όπως τονίζει, στην υποχώρηση των καθαρών εξαγωγών καθώς και στη μείωση των κρατικών δαπανών (δημόσιες επενδύσεις).
Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 0,1%, ωστόσο η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και της εμπιστοσύνης των καταναλωτών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού αναμένεται να οδηγήσουν σε επιτάχυνσή της το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αλλαγή στη σύνθεση των φορολογικών εσόδων προς τους λιγότερο στρεβλωτικούς φόρους σε συνδυασμό με μέτρα κοινωνικής πολιτικής, αναμένεται να υποστηρίξουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της απασχόλησης.
Η έκθεση αναφέρεται επίσης στους καθοδικούς κινδύνους που θα προκαλούσε μια μεγάλη επιβράδυνση στην εξωτερική ζήτηση, όπως και μια υποεκτέλεση του προϋπολογισμού σε ό, τι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις.
Αναφορικά με τις πιθανά καλύτερες του αναμενομένου προοπτικές, αυτές θα μπορούσαν να προέλθουν από την αξιοσημείωτη βελτίωση στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα και τη βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και τον δανεισμό.
Στον δημοσιονομικό τομέα, γίνεται αναφορά στο πλεόνασμα-ρεκόρ της γενικής κυβέρνησης της τάξης του 1,3% του ΑΕΠ το 2019, το οποίο θα σηματοδοτήσει την τέταρτη συ
νεχή χρονιά πλεονάσματος. Αυτή η πρόβλεψη υποστηρίζεται από ευνοϊκή συλλογή εσόδων, σε συνδυασμό με την ισχυρή ανάπτυξη στα διαθέσιμα εισοδήματα.
Για το πρωτογενές πλεόνασμα που παρακολουθείται στο πλαίσιο της ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, προβλέπεται να φτάσει το 3,8% του ΑΕΠ το 2019. Η πρόβλεψη υποθέτει ότι η πληρωμή της υποχρέωσης Δημόσιας Υπηρεσίας που εκκρεμεί για τη ΔΕΗ θα καλυφθεί από το μαξιλάρι έκτακτης ανάγκης και δεν θα πληρωθεί επιπρόσθετο πακέτο δημόσιας δαπάνης.
Η πρόβλεψη για το 2020 ενσωματώνει τις σχεδιαζόμενες περικοπές στους στρεβλωτικούς φόρους και μια περιορισμένη αύξηση στα κοινωνικά επιδόματα που αφορούν τις οικογένειες.
Όπως αναφέρει, το πακέτο περιλαμβάνει 4% μείωση στον φόρο των εσόδων των επιχειρήσεων, μια μεταρρύθμιση στη φορολογία των ατομικών εισοδημάτων που εισάγει ένα νέο ποσοστό 9% για τα χαμηλότερα εισοδήματα και μια μείωση στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης. Το πακέτο συνοδεύεται από μέτρα που διασφαλίζουν τη δημοσιονομική ουδετερότητα, υποστηρίζουν καλύτερη συλλογή έμμεσων φόρων και αναθεωρήσεις στα υψηλότερα όρια δαπανών. Γενικά, η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει τους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος το 2020 και το 2021, αναφέρει η έκθεση.
Η πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη την πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 και τη δέσμευση των αρχών να αντισταθμίσουν τον πιθανό δημοσιονομικό αντίκτυπο της νέας νομοθεσίας στα συμφωνημένα όρια δαπανών του υπουργείου Εργασίας.
Ωστόσο η πρόβλεψη συνεχίζει να εξαρτάται από την αβεβαιότητα εν όψει μιας ακόμα απόφασης δικαστηρίου για τις συντάξεις που βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ πρόσθετη πίεση θα μπορούσε να προέλθει από πρωτοβουλίες πολιτικής του παρελθόντος που επηρεάζει τους μισθούς του Δημοσίου και τον αυξανόμενο αριθμό προσωρινού προσωπικού.
Αναφορικά με τις πιθανά καλύτερες του αναμενομένου προοπτικές, αυτές θα μπορούσαν να προέλθουν από την αξιοσημείωτη βελτίωση στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα και τη βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και τον δανεισμό.