Υψηλότερα ο πήχης των προσδοκιών από τους αναλυτές
Οι εκτιμήσεις για την πορεία του γενικού δείκτη στο Χ.Α. μετά το κλείσιμο πάνω από τις 890 μονάδες
Ηδεύτερη διαδοχική άνοδος του Γ.Δ. γεννά αισιοδοξία στους εγχώριους παράγοντες και προκαλεί μια σταδιακή θετική προσδοκία για το τέλος του τρέχοντος έτους. Αυτό αντιλαμβανόμαστε από τη σταχυολόγηση των παρεμβάσεων προς τους επενδυτές από τα τμήματα ανάλυσης των ελληνικών χρηματιστηριακών εταιρειών.
Η Ελληνοαμερικανική ΑΧΕΠΕΥ, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Παρόλο που οι όγκοι συναλλαγών είναι ικανοποιητικοί, φαίνεται ότι η αντίσταση στις 900-903 μονάδες δυσκολεύει τον Γ.Δ., φέρνοντας τους ταλαντωτές σε οριακό σημείο. Τεχνικά είμαστε “long” και σε τροχιά για νέα υψηλά, εφόσον δεν δούμε κάτι ανησυχητικό σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο».
Η Leon Depolas Sec εκτιμά: «Ο Γ.Δ. παραδίδει μέρος των εν
δοσυνεδριακών κερδών όταν έρχεται αντιμέτωπος με βασικά τεχνικά επίπεδα της περιοχής των 900 μονάδων. Αντίστοιχα, στο εξωτερικό οι βασικοί δείκτες κινούνται σταθεροποιητικά. Σημειώνουμε ότι βαδίζοντας προς το τέλος μιας ιδιαίτερα καλής χρονιάς για το Χ.Α., τα περιθώρια ανόδου ενδέχεται να μην είναι σημαντικά το επόμενο διάστημα. Στο τέλος του έτους, ωστόσο, η αγορά πιθανότατα θα καταγράψει το καλύτερο κλείσιμο από το 2013».
Από την πλευρά του, ο διευθυντής Επενδύσεων της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, Δημήτρης Τζάνας, σημείωσε: «Στην τελική ευθεία βρίσκεται η διαδικασία έγκρισης του σχεδίου “Ηρακλής”, του σχεδίου δηλαδή με την εφαρμογή του οποίου προσδοκάται η δραστική εξυγίανση του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς κόκκινα δάνεια ύψους περίπου 30 δισ. ευρώ θα μεταβιβαστούν σε εταιρείες ειδικού σκοπού. Με ταυτόχρονη έκδοση ομολόγων, για την αποδοχή των οποίων θα απαιτηθούν κρατικές εγγυήσεις, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από τους διεθνείς επενδυτές. Ένα εγχείρημα πολυσύνθετο, που απαίτησε χρονοβόρες διαβουλεύσεις μεταξύ των τραπεζών, του υπουργείου Οικονομικών και των εποπτικών αρχών, φτάνει στη φάση της έγκρισης και στη συνέχεια της νομοθέτησης, προκειμένου να ξεκινήσει η εφαρμογή του. Ευλόγως, η επενδυτική κοινότητα έχει αντιμετωπίσει με σκεπτικισμό τον τραπεζικό κλάδο τους τελευταίους μήνες, με το ΔΝΤ να συνεχίζει και τώρα να αναφέρεται με απαισιοδοξία για τον κλάδο. Οι επενδυτικοί οίκοι, όμως, αρχίζουν πλέον να διαφοροποιούνται. Μετά την J.P. Morgan, η οποία ήδη θεωρεί ότι με το σχέδιο “Ηρακλής” αλλάζουν τα δεδομένα για τις τράπεζες, ήρθε και η σειρά της HSBC να διατυπώσει αισιοδοξία για τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου, αναβαθμίζοντας μάλιστα τις τιμές-στόχους για τις τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας το ειδικό βάρος του τραπεζικού κλάδου, επισήμανση που γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους οι Έλληνες επενδυτές, αναβαθμίζει συνολικά το ελληνικό χρηματιστήριο σε “overweight” καλώντας τους επενδυτές να τοποθετηθούν σε ελληνικούς τίτλους, τραπεζικούς και άλλους. Εκτιμώντας ότι η προσπάθεια βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα φέρει και τις επιθυμητές επενδύσεις, επιταχύνοντας έτσι τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης αισθητά πάνω από το 2% για το 2020».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι εξελίξεις αυτές έχουν αλλάξει το σκηνικό τις τελευταίες ημέρες. Οι ημερήσιες συναλλαγές βελτιώθηκαν, η ψυχολογία αναβαθμίστηκε και οι αγοραστές επανέκαμψαν. Έτσι, ο γενικός δείκτης αναρριχήθηκε πάνω από τις 880 μονάδες και βλέπει πλέον την περιοχή των 895-900 μονάδων ως αντίσταση, που σε εύλογο χρόνο μπορεί να υπερπηδηθεί. Την ίδια ώρα, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων που είχαν οδηγηθεί πάνω από το 1,55% τις προηγούμενες ημέρες υποχωρούν πάλι στο 1,44%, με τις εταιρείες (όπως για παράδειγμα η Μυτιληναίος) να επιδιώκουν να επωφεληθούν με έκδοση χαμηλότοκων ομολογιακών εκδόσεων. Επιπλέον, οι δημοσιονομικές επιδόσεις του 10μήνου διαμορφώνουν αισιοδοξία για ευνοϊκή αντιμετώπιση των ελληνικών αιτημάτων στο Eurogroup του Δεκεμβρίου και ιδιαίτερα στο ζήτημα της επιστροφής των κερδών από τους ελληνικούς τίτλους.
Την ίδια ώρα, οι αβεβαιότητες του εξωτερικού περιβάλλοντος παραμένουν. Ωστόσο, οι δείκτες των διεθνών αγορών, ο Eurostoxx 600, ο S&P 500 και ο Dow Jones στη Wall Street, αλλά και ο DAX με τον CAC στη Γερμανία και τη Γαλλία, συνεχίζουν να βρίσκονται κοντά στις ιστορικά υψηλές επιδόσεις τους ελέω της διατήρησης χαλαρής νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Διαψεύδονται έτσι, επί του παρόντος, όσοι διατυπώνουν ανησυχία για την παγκόσμια οικονομία και απαισιοδοξία για τις διεθνείς αγορές».