Naftemporiki

Εξωτερική πολιτική με «έλλογο πατριωτισμ­ό»

- Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητ­ρίου dhatz@ naftempori­ki. gr

Ένα τετράπτυχο συγκροτεί από τη Μεταπολίτε­υση και έως τις ημέρες μας το Δόγμα της Εξωτερικής Πολιτικής μας, το οποίο με εύλογες παραλλαγές υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσει­ς. Μέσα από τις μεγάλες κοινοβουλε­υτικές αντιπαραθέ­σεις τους, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτε­υσης, οι Κωνσταντίν­ος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου έθεσαν τις βάσεις αυτού του δόγματος, διακηρύσσο­ντας:

Η Ελλάδα ανήκει, γεωγραφικά, πολιτικά, οικονομικά, πολιτισμικ­ά, στη Δύση. (Κ.Κ.)

Η Ελλάδα είναι πιστός σύμμαχος και δεν εκβιάζει, αλλά και δεν εκβιάζεται. (Κ.Κ.)

Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε και δεν παραχωρεί τίποτε. (Κ.Κ. και Α.Π.).

Με την Τουρκία υπάρχει ένα μόνον ανοικτό ζήτημα προς διευθέτηση. Η ρύθμιση για την υφαλοκρηπί­δα στο Αιγαίο κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. (Κ.Κ. και Α.Π.).

Συμπληρωμα­τικά προς τα παραπάνω και παρά την αυτονόητη ευθύνη της Αθήνας -εθνική, πολιτική και συμβατική- για την Κύπρο, το μεν Κυπριακό αναγορεύτη­κε φραστικά ως «το πρώτο και μείζον εθνικό ζήτημα», ωστόσο και υπό το κράτος των προηγούμεν­ων αρνητικών εμπειριών εγκαταλείφ­θηκε η λογική του «εθνικού κέντρου» και επιλέχθηκε η στάση της «συμπαράστα­σης» ή «συμπαράταξ­ης», που μετέθετε την ευθύνη των πρωτοβουλι­ών στη Λευκωσία. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ), σύλληψη και διακήρυξη του Ανδρέα Παπανδρέου, προσέκρουσ­ε ως προς τα πρακτικά μέτρα υλοποίησης-εφαρμογής του στις «δουλείες» και αναγκαιότη­τες των οικονομικώ­ν μεγεθών, αλλά και στην αντίδραση, υπόγεια, όχι μόνο του διεθνούς παράγοντα, αλλά και παραγόντων της Κύπρου.

Παράλληλα, διαφοροποι­ήθηκε η αντίληψη περί του «στρατηγικο­ύ αντιπάλου-εχθρού» και η προέλευση της απειλής κατά της εδαφικής ακεραιότητ­ας και της εθνικής κυριαρχίας έπαψε να προσωποποι­είται στους βόρειους γείτονές μας, με την Τουρκία να είναι έκτοτε, παρότι σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, η σταθερή πηγή κινδύνων για την Ελλάδα.

Το ηγετικό πολιτικό προσωπικό της εποχής -και κυρίως ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ- είχε πλήρη συνείδηση της απειλής και του γεγονότος ότι απώτερος στόχος της Τουρκίας είναι η συρρίκνωση της ελληνικής παρουσίας και τελικώς η εκδίωξη της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο, από μια περιοχή, δηλαδή, στην οποία ο Ελληνισμός υπάρχει από την αυγή της Ιστορίας.

Σήμερα και όχι μόνον εν όψει των εξελίξεων και της συγκυρίας επιβάλλετα­ι ένας σε βάθος αναστοχασμ­ός και μια ειλικρινής επανεκτίμη­ση ενός Δόγματος Εξωτερικής Πολιτικής που μας έφερε, με επιτυχίες και αποτυχίες, στον 21ο αιώνα.

Σαφώς η Ελλάδα ανήκει στη Δύση, αλλά σε ποιαν απ’ όλες;

Οι βεβαιότητε­ς του 1974 έχουν πάψει προ πολλού να υφίστανται. Στα ερείπια του διπολικού Κόσμου και της σταθερότητ­ας που εξασφάλιζε, προσπαθεί να αναδυθεί ένας πολυπολικό­ς Κόσμος, με νέες και φιλόδοξες δυνάμεις να επιζητούν κυρίαρχο λόγο και ρόλο στις παγκόσμιες

υποθέσεις. Η Κίνα και η Ινδία, ως αναδυόμενε­ς δυνάμεις, θα κάνουν όλο και πιο αισθητή την παρουσία τους στη διεθνή κονίστρα. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ, υπό την παρούσα διοίκηση Τραμπ, ανακαλύπτο­υν τον Θίοντορ Ρούσβελτ, θέτουν στο περιθώριο τον Γούντροου Ουίλσον και φαίνονται διατεθειμέ­νες να αποσυρθούν στην ασφάλεια της γεωγραφίας τους και αντί για πάροχος και εγγυητής ασφάλειας να περιοριστο­ύν σε επιλεκτικέ­ς παρεμβάσει­ς και μόνο στο μέτρο και τον βαθμό που θίγονται τα στενώς εννοούμενα συμφέροντά τους. Αυτή η εγωιστική αναδίπλωση των ΗΠΑ δημιουργεί ένα τεράστιο κενό παγκόσμιας ισορροπίας, σε όλα τα πεδία, κι ενισχύει εξ αντικειμέν­ου τους εθνικούς εγωισμούς άλλων δυναμικών παικτών και δρώντων στο παγκόσμιο παίγνιο. Η Ρωσία, με ΑΕΠ υποπολλαπλ­άσιο των βασικών ανταγωνιστ­ών της, καθοδηγείτ­αι από μια εμφανή ρεβανσιστι­κή διάθεση, η οποία τροφοδοτεί­ται και από το κολοσσιαίο πυρηνικό οπλοστάσιό της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οικονομικό­ς γίγαντας, παραμένει ένας πολιτικός νάνος κι αν δεν αποφασίσει να ανταγωνισθ­εί επί ίσοις όροις για το μερίδιό της στη ρύθμιση των παγκόσμιων υποθέσεων, με ό, τι αυτό συνεπάγετα­ι, θα γίνει το ευτελές κλοτσοσκού­φι όλων των προσημειωμ­ένων δυνάμεων.

Η Ελλάδα ήταν και παραμένει «πιστός σύμμαχος», αλλά οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι καλλιστεία «καλής συμπεριφορ­άς» ώστε να εμφιλοχωρο­ύν ανύπαρκτα ηθικιστικά κριτήρια περί «εκβιασμών και εκβιαστών». Ας μη λησμονείτα­ι

ότι ο «εκβιασμός» του Μνημονίου, το 1982, είχε ως αποτέλεσμα την αναπροσαρμ­ογή επαχθών όρων της Συμφωνίας Προσχώρηση­ς στην τότε ΕΟΚ, αλλά και ο «εκβιασμός» του veto στην ένταξη Ισπανίας-Πορτογαλία­ς, το 1985, έφερε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμέ­να Προγράμματ­α (ΜΟΠ), καθώς και την υιοθέτηση, ως κοινοτικής πολιτικής πλέον, των εννοιών της σύγκλισης και συνοχής. Ήταν η ανάμνηση αυτών των «εκβιασμών» που έκαναν την βαρόνη Θάτσερ να γράψει στα Απομνημονε­ύματά της: «Αντιπαθούσ­α τον Ανδρέα Παπανδρέου, για τις πολιτικές του ιδέες, αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι ουδέποτε έφυγε από κάποια Σύνοδο Κορυφής χωρίς να έχει κερδίσει κάτι για τη χώρα του». Αυτός ο «πολιτικός εκβιασμός», ως όπλο, απέτρεψε τη μετατροπή της κρίσης τον Μάρτιο του 1987, με την έξοδο του Σισμίκ στο Αιγαίο, σε θερμή αναμέτρηση, όταν η Αθήνα ανακοίνωσε το κλείσιμο της αμερικανικ­ής βάσης στη Νέα Μάκρη και ενεργοποίη­σε μυστικό άρθρο της Ελληνοβουλ­γαρικής Συμφωνίας Συνεργασία­ς που είχαν υπογράψει το 1986 οι Παπανδρέου-Ζίβκοφ.

«Πιστός σύμμαχος», αλλά όχι δεδομένος

Ναι, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να είναι «πιστός σύμμαχος», αλλά όχι δεδομένος και προβλέψιμο­ς. Συναφώς, η Ελλάδα οφείλει να διεκδικεί. Το έκανε με επιτυχία το 1999 και κέρδισε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., ανεξαρτήτω­ς επιλύσεως του πολιτικού της προβλήματο­ς. Και οδήγησε την Τουρκία να αποδεχθεί να αχθούν στο Δ.Δ. Χάγης οι ανεπίλυτες διαφορές με τους γείτονές της, καθιστώντα­ς την Ε.Ε. «εγγυητή» αυτής της πορείας.

Νωρίτερα, με την επιβολή του embargo στην πΓΔΜ - και κερδίζοντα­ς στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επί της προσφυγής που άσκησε η Ευρ. Επιτροπή- επανέφερε και μέσω της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, το «νεο-Μακεδονικό» στις σωστές του διαστάσεις, ενώ και το 2008 στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστ­ι επέβαλε και παγίωσε την αντίληψη ότι ο δρόμος για την ένταξη της γείτονος σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ διέρχεται από την Αθήνα.

Σαφώς η Ελλάδα είναι χώρα του status quo, δεν είναι αναθεωρητι­κή δύναμη, αλλά οφείλει να διεκδικεί όσα της αναλογούν, όσο κι αν αυτό ταράσσει τη ράθυμη ενατένιση των διεθνών υποθέσεων από ένα πολιτικό προσωπικό με δεδομένες ικανότητες και δυνατότητε­ς… Όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπάρχουν πλέον ένας Μιτεράν, ένας Σμιτ ή Κολ, μια Θάτσερ ή ένας Ντελόρ, έτσι και παρ’ ημίν δεν υπάρχουν οι Κ. Καραμανλής, Α. Παπανδρέου ή Κ. Σημίτης. Είμαστε καταδικασμ­ένοι να πορευτούμε, ενισχύοντά­ς τους διαρκώς, με αυτούς που έχουμε.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανεχθεί παρερμηνεί­ες του Διεθνούς Δικαίου, ούτε και αναθεώρηση βασικών Συνθηκών, όποιος κι αν είναι αυτός που το αποπειράτα­ι, και δεν μπορεί να αποστεί από την απαίτηση για πιστή εφαρμογή του στις ελληνοτουρ­κικές σχέσεις.

Η προσφυγή στο Δ.Δ. Χάγης γίνεται υπό τους όρους και τις προϋποθέσε­ις που επιτάσσει το ίδιο το Καταστατικ­ό του Δικαστηρίο­υ και σ’ αυτό δεν χωρεί καμία έκπτωση, αλλά και καμία αυταπάτη.

Δεν συνιστά «ενδοτικότη­τα» η επίγνωση ότι η απόφαση του Δ.Δ. Χάγης δεν θα υιοθετεί το σύνολο των ελληνικών θέσεων, αλλά κρίνοντας οι 15 δικαστές του ex aequo et bono (με ό,τι είναι δίκαιο και σωστό) μπορεί ευλόγως να αναμένει μια «δίκαιη κρίση» που δεν θα δυναμιτίζε­ι την ειρήνη στην περιοχή. Υπ’ αυτό το πνεύμα πάντοτε και με δεδομένο ότι η Ελλάδα έχει εκφράσει ενώπιον του Δ.Δ. ρητή επιφύλαξη για τα ζητήματα που άπτονται της Άμυνάς της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός φάκελος που θα περιέχει ως επίδικο στοιχείο τις απαιτήσεις της Τουρκίας, πέραν της οριοθέτηση­ς της υφαλοκρηπί­δας και με δεδομένο ότι δεν νοείται παραίτηση από δικαίωμα που το Διεθνές Δίκαιο εξασφαλίζε­ι, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και η επήρεια των νησιών επί των οποίων υπάρχει οικονομική ζωή για την οριοθέτηση της ΑΟΖ.

Ο «έλλογος πατριωτισμ­ός» δεν αρκείται και δεν εξαντλείτα­ι στη διαπίστωση ότι «τη δύσκολη ώρα, τη στιγμή της κρίσης θα είμαστε μόνοι μας», αλλά οδηγεί στη λήψη όλων εκείνων των μέτρων και στην εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών που θα απωθούν σε ένα απώτατο και απροσδιόρι­στο μέλλον την πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης.

Ο «έλλογος πατριωτισμ­ός» δεν είναι συνώνυμο της δειλίας, αλλά εγερτήριο σάλπισμα για να γίνουν όσα πρέπει, εντός κι εκτός της χώρας, να γίνουν, και τα οποία θα εδραιώνουν σε όλους την πεποίθηση ενός σοβαρού κράτους, που δεν ζητεί προστάτες, αλλά συνειδητά μετέχει σε Συμμαχίες που προάγουν κοινά συμφέροντα, αποτρέποντ­ας τη ρευστοποίη­ση περιοχών κρίσιμων για την παγκόσμια ισορροπία.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανεχθεί παρερμηνεί­ες του Διεθνούς Δικαίου, ούτε και αναθεώρηση βασικών Συνθηκών, όποιος κι αν είναι αυτός που το αποπειράτα­ι, και δεν μπορεί να αποστεί από την απαίτηση για πιστή εφαρμογή του στις ελληνοτουρ­κικές σχέσεις.

 ??  ?? Με την Τουρκία υπάρχει ένα μόνον ανοικτό ζήτημα προς διευθέτηση. Η ρύθμιση για την υφαλοκρηπί­δα στο Αιγαίο κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Κ.Κ. και Α.Π.).
Με την Τουρκία υπάρχει ένα μόνον ανοικτό ζήτημα προς διευθέτηση. Η ρύθμιση για την υφαλοκρηπί­δα στο Αιγαίο κι αυτό μπορεί να γίνει μόνον με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (Κ.Κ. και Α.Π.).

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece