Νέα διαβούλευση για τη διαφάνεια στις τιμές ρεύματος
Επισημάνσεις της ΡΑΕ για τη ρήτρα CO2
Την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν τις ρήτρες αναπροσαρμογής οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας έχει επισημάνει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία γι’ αυτό τον σκοπό ξεκίνησε από χθες νέα δημόσια διαβούλευση για το θέμα. Αντικείμενο της διαβούλευσης είναι η τυποποίηση αυτών των μηχανισμών αναπροσαρμογής, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να υπολογίσουν εύκολα υπό ποιες προϋποθέσεις ενεργοποιεί κάθε πάροχος τη ρήτρα που χρησιμοποιεί, και σε τι ύψος θα κινηθεί η επιβάρυνση που θα επέλθει στον λογαριασμό ρεύματος.
Σύμφωνα με τη ΡΑΕ, οι δύο παραπάνω παράμετροι δεν διασφαλίζονται αυτή τη στιγμή στο σύνολο της εγχώριας λιανικής αγοράς ρεύματος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «ο τρόπος με τον οποίο μετακυλίεται με τα τιμολόγια de facto στον καταναλωτή μεγάλο μέρος ή και το σύνολο του κινδύνου διακύμανσης του κόστους χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνάδει με τις απαιτήσεις διαφάνειας, επαληθευσιμότητας και απλότητας που επιτάσσει τόσο το εθνικό πλαίσιο όσο και το ενωσιακό δίκαιο».
Ασφαλιστικές δικλίδες
Οι μηχανισμοί αναπροσαρμογής λειτουργούν κατά κανόνα ως ασφαλιστικές δικλίδες για τους παρόχους, ώστε σε περίπτωση που το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τη χονδρεμπορική αγορά ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο όριο, τότε ένα μέρος αυτού του κόστους να μεταβιβάζεται αυτόματα στον πελάτη, μέσω μιας έξτρα χρέωσης στον λογαριασμό. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, ως παράμετρο για τη διακύμανση του κόστους προμήθειας οι εταιρείες χρησιμοποιούν την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ). Η ΡΑΕ θεωρεί πως η ρήτρα ΟΤΣ είναι δικαιολογημένη, κρίνοντας από την άλλη πλευρά αδόκιμους τους μηχανισμούς που βασίζονται
στην τιμή των δικαιωμάτων CO2, όπως αυτός που εισήγαγε η ΔΕΗ από το φθινόπωρο.
Ο λόγος είναι, όπως υπογραμμίζει η Αρχή στο κείμενο της διαβούλευσης, ότι η τιμή των δικαιωμάτων CO2 αποτελεί ένα κατεξοχήν κόστος του παραγωγού ενέργειας από συμβατικούς σταθμούς, το οποίο έχει ήδη ενσωματωθεί στην ΟΤΣ, μέσω της συμμετοχής του παραγωγού στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό και της υποβολής προσφορών βάσει τουλάχιστον του μεταβλητού κόστους του σταθμού του. «Ως εκ τούτου, δεν κρίνεται δόκιμη η χρήση του ως μέγεθος της αγοράς διακριτά, το οποίο θα μπορούσε να υποκαταστήσει δυνητικά την Οριακή Τιμή Συστήματος. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για όλους τυχόν τους μηχανισμούς αναπροσαρμογής που λαμβάνουν υπόψη στοιχεία, συνδεδεμένα αποκλειστικά με το κόστος του καυσίμου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. ρήτρα πετρελαιοειδών) » , σημειώνει χαρακτηριστικά η Αρχή.
Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, η ΡΑΕ ζητά από τους συμμετέχοντες να τοποθετηθούν μεταξύ άλλων στο κατά πόσο θα πρέπει να υιοθετηθεί από όλους τους προμηθευτές η ίδια μαθηματική φόρμουλα για τον υπολογισμό της ρήτρας, η οποία θα επιτρέπει μεν στις εταιρείες να επιλέγουν ελεύθερα τις παραμέτρους που προσδιορίζουν την τελική οικονομική επιβάρυνση, αλλά θα δίνει παράλληλα τη δυνατότητα στους καταναλωτές να συγκρίνουν τις σχετικές χρεώσεις των προμηθευτών. Ένα ακόμη ερώτημα που θέτει αφορά τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να διασφαλισθεί η πλήρης ενημέρωση του καταναλωτή για την ύπαρξη και την οικονομική επίπτωση των ρητρών αναπροσαρμογής, πριν υπογράψει συμβόλαιο με έναν πάροχο.
Σύμφωνα με τη ΡΑΕ, ο τρόπος με τον οποίο μετακυλίεται ο κίνδυνος διακύμανσης του κόστους χονδρεμπορικής αγοράς προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνάδει με τις απαιτήσεις διαφάνειας.
Ανομοιογενείς μηχανισμοί
Η Αρχή είχε διεξαγάγει πέρυσι την άνοιξη μία πρώτη διαβούλευση για τις ρήτρες, ενώ παράλληλα αξιολόγησε τον τρόπο εφαρμογής τους από τους προμηθευτές. Με βάση την αξιολόγηση που διενέργησε, αλλά και τα αποτελέσματα της διαβούλευσης, όπως αναφέρει, ένα βασικό συμπέρασμα αποτελεί το γεγονός ότι οι τρόποι εφαρμογής των μηχανισμών αναπροσαρμογής είναι εξαιρετικά ανομοιογενείς - όπως για παράδειγμα ως προς το εύρος των τιμών της ΟΤΣ που ενεργοποιεί τη ρήτρα κάθε προμηθευτής, ή τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζει την επιβάρυνση.
Έτσι, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, στην πράξη δεν είναι συγκρίσιμοι μεταξύ τους οι μηχανισμοί των προμηθευτών, ώστε να μπορεί να διαπιστώσει κάθε καταναλωτής ποιο τιμολόγιο είναι γι’ αυτόν οικονομικά συμφέρον. Παράλληλα, η Αρχή έχει γίνει αποδέκτης σημαντικού αριθμού αναφορών από καταναλωτές, που διαμαρτύρονται σχετικά με τον τρόπο διαφήμισης, προσυμβατικής ενημέρωσης, διαμόρφωσης και εφαρμογής των τιμολογίων προμήθειας.