Oι παράγοντες που φρέναραν το ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2019
Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας πέρυσι έκλεισε στο 1,9% σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ
Οι περιορισμένες δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αλλά και το μειωμένο έκτακτο κοινωνικό μέρισμα που διανεμήθηκε στο τέλος του 2019 αποτυπώθηκαν τελικώς στην πορεία του ΑΕΠ. Στο τέταρτο τρίμηνο ο ρυθμός ανάπτυξης περιορίστηκε μόλις στο 1% -αυτός ήταν και ο μικρότερος τριμηνιαίος ρυθμός της περσινής χρονιάς-, καθώς «συγκρατήθηκαν» τόσο η ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση όσο και οι επενδύσεις.
Περιορισμένος ήταν και ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών, οι οποίες έχουν αποτελέσει στυλοβάτη της ανάπτυξης τα τελευταία δύο χρόνια. Με βάση τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2019 έκλεισε με ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 1,9%. Διαψεύστηκαν έτσι οι προβλέψεις που είχαν γίνει και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο ότι η χρονιά θα κλείσει με ρυθμό υψηλότερο του 2%.
Το ενδιαφέρον πλέον μετατοπίζεται στο τι θα «γράψει» ο ρυθμός ανάπτυξης του 2020. Ειδικά κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς η αβεβαιότητα είναι μεγάλη. Πρώτον διότι ο πήχης είναι ψηλά: στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 καταγράφηκε ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 2,8%, που είναι και το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί τουλάχιστον τα 10 τελευταία χρόνια. Δεύτερον διότι φέτος δεν θα υπάρξει έκτακτη ενίσχυση των συνταξιούχων με το ποσό των 800 εκατ. ευρώ όπως έγινε πέρυσι στο β’ τρίμηνο (σ.σ.: πέρυσι τον Μάιο διανεμήθηκε η λεγόμενη 13η σύνταξη, η οποία δεν θα δοθεί φέτος). Και τρίτον διότι στο φετινό τρίτο τρίμηνο αναμένεται να αποτυπωθούν οι συνέπειες στην οικονομία από την έξαρση του κορονοϊού, κάτι βέβαια που θα εξαρτηθεί και από την εξάπλωση του ιού αλλά και από τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα ληφθούν τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οκτώβριος - Δεκέμβριος
Για να καταγραφεί σε ολόκληρο το 2019 ρυθμός ανάπτυξης άνω
του 2%, αρκούσε ένα ποσοστό αύξησης στο 4ο τρίμηνο της τάξεως του 1,5%, καθώς είχαν προηγηθεί υψηλά ποσοστά αύξησης κυρίως κατά το 2ο και το 3ο τρίμηνο (σ.σ.: το πρώτο τρίμηνο του 2019 έκλεισε με ρυθμό αύξησης 1,6%, το 2ο τρίμηνο με ρυθμό της τάξεως του 2,8% και το 3ο τρίμηνο με ανάπτυξη 2,3%).
Τελικώς η επίδοση στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου ήταν κατώτερη των προσδοκιών, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ρυθμός ανάπτυξης μόλις 1%, με το τριμηνιαίο ΑΕΠ να κλείνει στα 48,5 δισ. ευρώ, έναντι 48,04 δισ. ευρώ στο 4ο τρίμηνο του 2018. Το αποτέλεσμα αυτό προήλθε από τις ακόλουθες μεταβολές
των επιμέρους συνιστωσών του ΑΕΠ:
1. Η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,3% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018. 2. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ενισχύθηκαν κατά 14,4% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018.
3. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αύξηση μόλις 1% στο τέταρτο τρίμηνο, καθώς οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1,1% και οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,3%. 4. Μείωση κατά 0,3% παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 2,8% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 11,2%.
Σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 0,4%. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,7%, ενώ μείωση κατά 3,5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (σ.σ.: οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,3% και
οι εξαγωγές υπηρεσιών κατά 5%).
Όσο για τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αύξηση 5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019, με τις εισαγωγές αγαθών να μειώνονται μεν κατά 6,3%, αλλά οι εισαγωγές υπηρεσιών να αυξάνονται κατά 0,9%.
+1,5% σε τρέχουσες τιμές
Σε τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ ανήλθε στα 187,5 δισ. ευρώ, έναντι 184,7 δισ. ευρώ το 2018, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,5%. Η τελική καταναλωτική δαπάνη εμφανίζεται αυξημένη κατά 1,9%, στα 163,962 δισ. ευρώ, από 160,977 δισ. ευρώ το 2018, ενώ η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών είναι ενισχυμένη κατά 1,4%, στα 127,425 δισ. ευρώ από 125,614 δισ. ευρώ. Η καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης έφτασε στα 36,537 δισ. ευρώ από 35,363 δισ. ευρώ και αυξήθηκε κατά 3,3%. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου μειώθηκε τελικώς κατά 2,9%, υποχωρώντας στα 23,512 δισ. ευρώ από 24,219 δισ. ευρώ το 2018.