Το μέγα ερώτημα των αγορών συναρτάται με τη φύση τους
Επενδυτικές σκέψεις για επανατοποθετήσεις
Αν βρίσκεται κοντά στην αλήθεια η άποψη πως οι αγορές αποτελούν παραμορφωτικό καθρέπτη της δυναμικής των μελλοντικών εξελίξεων στην πραγματική οικονομία, τότε το ερώτημα «αγοράζουμε τώρα», που διατυπώνεται από αρκετούς διάσημους αναλυτές, έχει βάση.
Ας εξηγήσουμε ορισμένους όρους της άποψης που θα αναφέραμε. Ως παραμορφωτικός καθρέπτης ορίζονται οι αγορές γιατί αυτό που προβάλλεται στις αποτιμήσεις εξαρτάται από το φρόνημα που επικρατεί μεταξύ των συναλλασσομένων. Αν αισθάνονται ασφαλείς «τώρα» και οι προβολές των μελλοντικών κερδών αποτυπώνουν, πιθανά, μια καλύτερη από την πραγματική εξέλιξη στην ανάπτυξη. Αντίθετα συμβαίνει αν οι τρέχουσες συνθήκες, όπως σήμερα, είναι επιβαρυμένες από κινδύνους εν εξελίξει. Ακόμα και αν όλοι θεωρούν πως η όποια ύφεση προκύψει θα έχει σχήμα V, δηλαδή θα είναι σύντομη χρονικά και βαθιά ποσοτικά, πιθανά θα καθυστερήσουν την προεξόφληση της ανοδικής γραμμής στην ανάπτυξη. Αν και σύμφωνα με τις επιστημονικές τοποθετήσεις παγκόσμια, θα έρθει πριν από το τέλος της τρέχουσας χρονιάς. Οι αναλύσεις των μεγάλων επενδυτικών οργανισμών θεωρούν πως στο δεύτερο εξάμηνο η πορεία της οικονομικής δραστηριότητας θα αναστραφεί και θα ξεπαγώσει η βιομηχανική παραγωγή ανά τον κόσμο.
Η προκλητικότητα των στατιστικών
Η Wall Street είχε τη χειρότερή της εβδομάδα από τον Οκτώβριο του 2008, με τους Dow Jones Ind. Average και S&P 500 να βουλιάζουν περισσότερο από 4% την Παρασκευή, καθώς οι σκληροί περιορισμοί που επέβαλαν οι Πολιτείες της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας, προσπαθώντας να περιορίσουν την εξάπλωση του coronavirus, φούντωσαν την ανησυχία για
την αμερικανική οικονομία. Οι φόβοι για τον Covid-19 έχουν εξατμίσει σχεδόν το 32%, ή περίπου 9 τρισεκατομμύρια δολάρια, από την αξία του δείκτη S&P από το ρεκόρ βίου του στις 19 Φεβρουαρίου. Η πτώση της Παρασκευής έφερε τον Dow χαμηλότερα 3% από την τιμή του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου Τραμπ τον Ιανουάριο του 2017.
Οι πτωτικές μετοχές στην τελευταία σύνοδο υπερέβησαν αριθμητικά τις ανοδικές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης NYSE κατά 1,27:1. Στον Nasdaq, ο λόγος ήταν 1,55:1 και ευνοούσε τις καθοδικές μετοχές. Ο S&P 500 δεν παρουσίασε νέα υψηλά 52 εβδομάδων και εμφανίστηκαν 94 νέα χαμηλά. Ενώ στον Nasdaq Composite υπήρ
Θεσμικές προτροπές
«Ο αντίκτυπος της πανδημίας θα είναι “αρκετά σοβαρός”, αλλά μια μακρά περίοδος ανάπτυξης και τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς το σημερινό σοκ». Δήλωσε ο Martin Muehleisen, επικεφαλής του τμήματος του ΔΝΤ επί της στρατηγικής για την πολιτική και τον έλεγχο. «Κύριος στόχος για τις κυβερνήσεις πρέπει να είναι ο περιορισμός της εξάπλωσης του ιού με τρόπο που να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη ότι το οικονομικό σοκ θα είναι προσωρινό». Είπε επίσης ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις είχαν ήδη λάβει πρωτοφανή μέτρα για την παροχή ρευστότητας στις αγορές και τη διατήρησή της, «ίσως περισσότερο από ό,τι χρειαζόμασταν», αλλά τέτοια μέτρα πρέπει να συντονιστούν σε διεθνές επίπεδο για να ενισχυθεί το αποτέλεσμά τους. «Όσο καλύτερα οργανωμένη και όσο πιο συντονισμένη είναι η ανταπόκριση στην υγεία σε αυτήν την κρίση, τόσο πιο γρήγορα μπορεί να είναι δυνατή η επιστροφή της εμπιστοσύνης» ανέφερε. ξαν 5 νέα υψηλά και 257 νέα χαμηλά. Ο όγκος συναλλαγών στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ ήταν 18,56 δισεκατομμύρια μετοχές, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των 15,5 δισεκατομμυρίων για την πλήρη σύνοδο κατά τις τελευταίες 20 ημέρες διαπραγμάτευσης. Ο δείκτης S&P 500 έπεσε 28,8% από το ρεκόρ όλων των εποχών σε υψηλό κλείσιμο στις 19 Φεβρουαρίου και έφθασε αυτήν την εβδομάδα στο χαμηλότερο επίπεδό του από τις αρχές του 2017.
Ο δείκτης τιμών προς κέρδη του S&P 500, με βάση εκτιμήσεις κερδών για το επόμενο έτος, μειώθηκε από τιμές πάνω από το 19 στα τέλη Φεβρουαρίου σε 14,2 την Τετάρτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Refinitiv. Η τιμή των προβλεπόμενων μελλοντικά P/E από εκεί που είχε πιάσει το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2002 πριν ένα μήνα, σημείωσε πτώση σε επίπεδο κάτω του ιστορικού μέσου όρου. Οδηγώντας αρκετούς σε σκέψεις για επανατοποθέτηση κεφαλαίων σε μετοχές.
Ο Lindsey Bell της Ally Invest, χρησιμοποιώντας τη στατιστική προϊστορία, ανέφερε χαρακτηριστικά: « Η πτώση του S&P 500 ξεπέρασε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα το 32%. Η επένδυση σε μετοχές όταν εμφάνιζαν μείωση κατά 30% στις δύο τελευταίες καθοδικές αγορές, κατά τη διάρκεια της φούσκας dotcom το 2000 και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για αγορές. Για τους επενδυτές με τουλάχιστον πενταετή επενδυτικό ορίζοντα, τώρα είναι ένας συνετός χρόνος για να ξεκινήσετε να βάζετε χρήματα να “δουλέψουν για εσάς”. Και ενώ πιθανά να δείτε τις τιμές να πέφτουν βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα θα ανταμειφθείτε». Συμπληρώνοντας ότι οι μετοχές τεχνολογίας φαίνονται ιδιαίτερα δελεαστικές.
Νέα κρίση, νέες λύσεις
Οι επενδυτές υπολογίζουν τώρα σε περαιτέρω κίνητρα τις επόμενες ημέρες, καθώς η Γερουσία των ΗΠΑ προετοιμάζει ένα πακέτο 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που θα περιλαμβάνει άμεση οικονομική βοήθεια για τους Αμερικανούς. Μια δημοσκόπηση του Reuters μεταξύ των οικονομολόγων υπέδειξε ότι οι περισσότεροι θεωρούν πως η παγκόσμια οικονομία είναι ήδη σε ύφεση.
Αυτή τη φορά η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι διαφορετική, ιδίως του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος έχει επαφή με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Σε απάντηση, η Fed ακολούθησε την πολιτική του δανεισμού νωρίς, ελεύθερα, στις αξιόπιστες εταιρείες, έναντι καλών εξασφαλίσεων. Παράλληλα ξεπέρασε τις συνήθεις πρακτικές δανεισμού της και επέκτεινε την υποστήριξή της στις εμπορικές τράπεζες και άλλα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το σημαντικό ήταν η δέσμευση της Fed για τον ρόλο της ως δανειστής ύστατης ανάγκης και η επιμονή στην εξεύρεση λύσεων που τελικά λειτούργησαν για να εξουδετερώσουν τις αιτίες που προκαλούνται από πανικό για ρευστότητα και τις ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία. Και, τελικά, απαιτούσε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ να αναλάβει πιστωτικό κίνδυνο με τη μορφή προτιμώμενων εισφορών κεφαλαίου στον τραπεζικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών που δήλωσαν ότι δεν τη χρειάζονται.
Η έκρηξη του Covid-19, καθώς και η αντίδραση του δημόσιου τομέα σε αυτόν, έχουν πυροδοτήσει τη ζήτηση για ταμειακά υπόλοιπα προληπτικής εξασφάλισης λόγω πανικού. Τις
τελευταίες εβδομάδες, οι τράπεζες, οι έμποροι, οι εκδότες εταιρικού χρέους και άλλοι επενδυτές έχουν αρχίσει να συσσωρεύουν ρευστό. Επιπλέον, ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων - και όχι μόνο σε κλάδους που υποφέρουν από την πανδημία- έχουν αρχίσει να αντλούν από τις τραπεζικές τους ροές, καθώς η πρόσβασή τους στις αγορές χρηματοδότησης αποφεύγεται και αντιμετωπίζουν την προοπτική μιας απότομης πτώσης στη ρευστότητα. Ορισμένες επιχειρήσεις που θεωρούνταν λιγότερο εκτεθειμένες στις οικονομικές επιπτώσεις του ιού έχουν επίσης ακολουθήσει για λόγους προφύλαξης.
Οι υποβαθμίσεις των αξιολογήσεων, όταν θα αρχίσει η περίοδος ανακοίνωσης των εταιρικών κερδών πρώτου τριμήνου, πιθανότατα θα μειώσουν περαιτέρω την ικανότητα δανεισμού πολλών επιχειρήσεων. Από την Barclays δηλώνουν: Αναμένουμε οι οργανισμοί να γίνονται ταχύτεροι στην υποβάθμιση των εταιρειών που αντιμετωπίζουν σημαντικές μειώσεις στις ταμειακές ροές. Αυτό έχει αρχίσει ήδη από τους τομείς που αφορούν την ενέργεια και το λιανικό εμπόριο. Αυτό λοιπόν είναι κατά την εκτίμησή μας που κρατά τους περισσότερους αυτή την εποχή μακριά από την προτροπή του Bell για τοποθετήσεις τώρα σε μετοχικές αξίες. Βέβαια, οι συντηρητικοί αναλυτές είναι ξεκάθαροι: Δεν τοποθετούμε κεφάλαια στα χρηματιστήρια αν δεν έχει αρχίσει να φαίνεται η εικόνα της παγκόσμιας οικονομίας για το 2021.