Ο απολογισμός Απριλίου και οι επιφυλάξεις για τον Μάιο
Στο μικροσκόπιο των αναλυτών η απόφαση της ΕΚΤ και η πτώση του ΑΕΠ πρώτου τριμήνου στην Ευρωζώνη
Οι εκτιμήσεις των αναλυτών, με βάση την ισχύ των εξελίξεων στα διεθνή χρηματιστήρια, προϋποθέτουν πλέον για τις εκτιμήσεις που σχετίζονται με τη δική μας αγορά να υπάρχει η περιγραφή της μεγάλης εικόνας στην παγκόσμια κεφαλαιαγορά. Όλοι, πάντως, θεώρησαν πως η παρέμβαση της ΕΚΤ δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στη στάση των θεσμικών, ενώ δεν είχε προκύψει ακόμα η επιπρόσθετη ανησυχία από την πιθανή επιβολή δασμών στην Κίνα από τις ΗΠΑ, λόγω παραπληροφόρησης αρχικά, σύμφωνα με τον πρόεδρο Τραμπ, για τον Covid-19, που συντέλεσε στην εξάπλωσή του σε όλο τον κόσμο.
Στο σχόλιό της για την τελευταία συνεδρίαση του Απριλίου, η Merit Sec σημείωσε μεταξύ άλλων: «Πρώτο σημείο στήριξης οι 620 μονάδες και αντίστασης οι 650. Οι επενδυτές εστίασαν τόσο στην ανακοίνωση του ΑΕΠ πρώτου τριμήνου στην Ευρωζώνη όσο και στην ανακοίνωση της ΕΚΤ».
O Λουκάς Παπαϊωάννου της Fast Finance ΑΕΠΕΥ σχολίασε αναλυτικά: «Η διόρθωση της ελληνικής αγοράς και οι χαμηλοί όγκοι συναλλαγών δεν μας προϊδεάζουν για μια ανέφελη πορεία στο άμεσο μέλλον. Αν και ο Απρίλιος κλείνει με κέρδη 12,5% για τον γενικό δείκτη και 12,4% για τον FTSE25, o τραπεζικός κλάδος συνεχίζει να παραμένει ο μεγάλος ασθενής με απώλειες 5,2%, παρά την τεχνική αντίδραση των τελευταίων ημερών. Με δεδομένη την ευρωπαϊκή πεπατημένη των ημίμετρων και της μετάθεσης σημαντικών αποφάσεων για την περαιτέρω ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο απώτερο μέλλον, αλλά και τις αρνη
τικές προβλέψεις διεθνών οργανισμών και οίκων αξιολόγησης τόσο για την ευρωπαϊκή όσο και την ελληνική οικονομία, συνεχίζουμε να είμαστε επιφυλακτικοί για την ταχύτητα επανόδου της κανονικότητας. Το -3,8% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης στο πρώτο τρίμηνο, αλλά και οι δηλώσεις Λαγκάρντ για την ιστορική και άνευ προηγουμένου οικονομική συρρίκνωση της Ευρωζώνης, που μπορεί να φτάσει από -5% έως -12%, χτυπούν ηχηρά τις καμπάνες ανησυχίας. Η ΕΚΤ, μετά και την αποκλιμάκωση των επιτοκίων της Ιταλίας, μεταθέτει για αργότερα την περαιτέρω ενίσχυση και αύξηση των μέτρων ενίσχυσης ρευστότητας ύψους 500 δισ. ευρώ, εκτιμώντας ότι η συνέχεια αγορών ομολόγων των προγραμμάτων PEPP και APP θα είναι αρκετές. Είναι σαφές ότι θα χρειαστεί μεγαλύτερη προσπάθεια για να εξομαλυνθούν οι επερχόμενες αρνητικές παρενέργειες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Στην Ελλάδα, το -9,1% του γενικού δείκτη τιμών βιομηχανίας σε σχέση με τον Μάρτιο του 2019 και το -7,4% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα δείχνουν ότι τα πράγματα θα χειροτερεύσουν περισσότερο, πριν αρχίσουν να γίνονται καλύτερα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «παρά τις πρόσφατες ιταλικές αναταράξεις, η ελληνική ομολογιακή αγορά παραμένει σχετικά ήρεμη, με το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου να κινείται πέριξ του 2,2%. Τα εταιρικά ομόλογα συνεχίζουν να εμφανίζουν τιμές χαμηλότερες του 100, αποτυπώνοντας την ανησυχία που επικρατεί στην αγορά εταιρικού χρέους. Το ελληνικό χρηματιστήριο, παρά την πτώση στην τελευταία συνεδρίαση του Απριλίου, κι
νείται τεχνικά στο κάτω εύρος του ανοδικού καναλιού αντίδρασης, που έχει οριοθετηθεί από τις 18/3, με χαμηλούς όγκους, υποδηλώνοντας ότι ο πόλεμος θα είναι πολύμηνος, δύσκολος και με υψηλή μεταβλητότητα. Ο τραπεζικός κλάδος πλησίασε το επίπεδο των 370 μονάδων, αλλά δεν το διέσπασε και τίποτα δεν αλλάζει την άκρως αρνητική τεχνική εικόνα του. Η επίδραση της διακοπής λειτουργίας σχεδόν ολόκληρης της εθνικής οικονομίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί στους ισολογισμούς των τραπεζών, κυρίως όσον αναφορά τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Το ίδιο ισχύει και για τις επιπτώσεις από το lockdown στα αποτελέσματα των εταιρειών το 2020».
Και ο κ. Παπαϊωάννου καταλήγει: «Συμπερασματικά, παρά την αισιόδοξη έναρξη της διαδικασίας επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, δεν αλλάζει η μεσοπρόθεσμη εικόνα της. Επικεντρωνόμαστε, όμως, στις σημαντικές ευκαιρίες που δημιουργούνται, περιορίζοντας το ενδιαφέρον μας σε μετοχές με υψηλή ρευστότητα, καλά θεμελιώδη στοιχεία και υψηλές μερισματικές αποδόσεις. Η επίδραση της πανδημίας στον κύκλο εργασιών των εταιρειών και το ποσοστό συμμετοχής της περιόδου Απριλίου - Ιουνίου στη συνολική δραστηριότητά τους, καθώς και η ταχύτητα επανόδου τους στην κανονικότητα, θα αποτελέσει ένα πρόσθετο κριτήριο επιλογής μας. Αν και ο Μάιος αντιπροσωπεύει τον μήνα της αναγέννησης της φύσης και της αισιοδοξίας, για τις αγορές διατηρούμε την επιφυλακτική στάση μας και τα αυξημένα αντανακλαστικά μας».