Γερμανική επίδειξη ισχύος για το QE
«Αντισυνταγματικό» το πρόγραμμα της ΕΚΤ το 2015
Σε μία άνευ προηγουμένου επίδειξη ισχύος, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ είναι εν μέρει αντισυνταγματικό και έστειλε τελεσίγραφο στην Μπούντεσμπανκ να τεκμηριώσει μέσα στο επόμενο τρίμηνο κατά πόσο είναι δικαιολογημένη η συμμετοχή της στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων που υλοποιεί η ΕΚΤ. Η ετυμηγορία του γερμανικού δικαστηρίου προκάλεσε ξανά άλμα στις ιταλικές ομολογιακές αποδόσεις, άσκησε πιέσεις στο ευρώ και περιόρισε τα κέρδη των ευρωπαϊκών μετοχών.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας κατηγόρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι έκανε κατάχρηση των εξουσιών του όταν υποστήριξε το αμφιλεγόμενο πρόγραμμα της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του 2018. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι το πρόγραμμα αγοράς χρέους δημοσίου τομέα (PSPP) της ΕΚΤ δεν παραβαίνει τις διατάξεις περί νομισματικής χρηματοδότησης των χωρών-μελών, υπογραμμίζοντας ότι η απόφαση περί συνταγματικότητας του QE δεν λαμβάνει υπόψη τα μέτρα οικονομικής στήριξης που έχουν λάβει οι αρχές της Ε.Ε. ή η ΕΚΤ στο πλαίσιο της κρίσης που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού. Με βάση την απόφαση, η γερμανική κεντρική τράπεζα θα πρέπει να σταματήσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα στο πλαίσιο του QE της ΕΚΤ μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, εκτός κι αν η ΕΚΤ μπορέσει να αποδείξει ότι είναι αναγκαίες οι αγορές κρατικού χρέους. Η απόφαση δεν αφορά το έκτακτο QE των 750 δισ., λόγω Covid-19, αλλά το πρόγραμμα του 2015.
Τι απαντά το δ.σ.
Το δ.σ. της ΕΚΤ απάντησε σε μία λιτή ανακοίνωση χθες το βράδυ ότι παραμένει απόλυτα δεσμευμένο στο να κάνει «ό,τι είναι αναγκαίο» στο πλαίσιο της εντολής του, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός αυξάνεται σε επίπεδα που συνάδουν με τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ. Τόνισε ότι λαμβάνει υπ’ όψιν την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και υπενθύμισε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη τον Δεκέμβριο του 2018 ότι η ΕΚΤ ενεργεί με βάση τον στόχο της για τη σταθερότητα των τιμών.
Θέση είχε πάρει νωρίτερα και η Κομισιόν, απαντώντας σε αυστηρό τόνο ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία υπερισχύει του γερμανικού συντάγματος.
Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η εν λόγω απόφαση περιορίζει την ΕΚΤ και τη δέσμευσή της να κάνει «ό,τι χρειαστεί». Σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φούεστ, «περιορίζονται τα περιθώρια ελιγμού της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά τη στήριξη των υπερχρεωμένων κρατών - μελών της Ευρωζώνης μέσω αγοράς ομολόγων». Ο κ. Φούεστ τονίζει ότι έτσι «αυξάνεται η πίεση προς τις κυβερνήσεις να διαθέτουν βοήθεια σε μεμονωμένες χώρες μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής», αλλά διευκρινίζει ότι αρχικά είναι μόνο η Μπούντεσμπανκ που δεσμεύεται από αυτές τις απαιτήσεις και όχι η ΕΚΤ. «Το Δικαστήριο ζητά τώρα από την ΕΚΤ να παρουσιάσει δημόσια στοιχεία ότι η αγορά ομολόγων της ανταποκρίνεται στην αρχή της αναλογικότητας. Η ΕΚΤ θα πρέπει να
είναι σε θέση να παρουσιάσει αυτή τη στοιχειοθέτηση, εάν θέλει να ανταποκριθεί στην απαίτηση του Δικαστηρίου», επισημαίνει.
Πολιτικοποίηση
Επιφυλακτικός εμφανίστηκε ο διευθυντής του Ινστιτούτου για τη γερμανική Οικονομία (IW) Μίχαελ Χιούτερ: «Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου πολιτικοποιεί την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Στο μέλλον θα πρέπει η Μπούντεσμπανκ, όταν υπάρχουν ανάλογες ανάγκες, πρώτα να απολογείται στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Με αυτό συνδέεται ο κίνδυνος να διακυβευθεί η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, με εθνικούς περιορισμούς, μια ενιαία νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη καθίσταται ανέφικτη» δήλωσε στην BILD. Η απόφαση του Δικαστηρίου άσκησε πιέσεις στα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας, κυρίως στα ιταλικά, με την απόδοση του 10ετούς να εκτινάσσεται ξανά κοντά στο 2%. Αντίστοιχα, το ευρώ γνώρισε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση σε διάρκεια μεγαλύτερη του μηνός έναντι του δολαρίου, με την ισοτιμία στο 1,0826, ενώ οι ευρωπαϊκές μετοχές μετρίασαν προς στιγμή τα αρχικά κέρδη τους.
Πάντως, ο Γερμανόςυποικ Όλαφ Σολτς διευκρίνισε ότι η Μπούντεσμπανκ μπορεί να συνεχίσει να συμμετέχει στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων επί του παρόντος. Επίσης, η Γερμανίδα καγκελάριος φέρεται να δήλωσε σε μέλη του CDU ότι η απόφαση αυτή θα πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς καθώς το πρόγραμμα εμπίπτει στο πεδίο δράσης της ΕΚΤ, χωρίς ωστόσο να προβεί σε προσωπικές εκτιμήσεις.