Ασπίδα 15 τρισ. δολ. από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες
Μέτρα θωράκισης της οικονομίας κατά του Covid - Επιβάρυνση ισολογισμών - Αύξηση ελλειμμάτων
To άνευ προηγουμένου ποσό των 15 τρισ. δολαρίων έχουν ρίξει μέχρι στιγμής κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο για να θωρακίσουν τις οικονομίες τους από την πανδημία του κορονοϊού, ποσό ρεκόρ που θα διογκώσει τα μέγιστα τους ισολογισμούς και θα ωθήσει σε δυσθεώρητα ύψη τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Πρόκειται για ποσό που ισοδυναμεί, σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, με το 17% της παγκόσμιας οικονομίας, που έφθασε πέρυσι την αξία των 87 τρισ. δολαρίων. Με τις χρηματοοικονομικές αγορές σε ελεύθερη πτώση τον Μάρτιο και με τις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία να χάνονται ολοσχερώς, οι διαμορφωτές πολιτικής χρησιμοποίησαν το ένα εργαλείο μετά το άλλο για να διασώσουν τις οικονομίες τους - υιοθετώντας και πολιτικές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ταμπού, όπως αγορά ομολόγων «υψηλού ρίσκου» ή νομισματική χρηματοδότηση κυβερνήσεων. Μάλιστα, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα άφησε χθες ανοικτό το ενδεχόμενο και νέας υποβάθμισης των προβλέψεων του Ταμείου για την παγκόσμια οικονομία, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέτρα θα συνεχιστούν.
Εκτός Κίνας
Τα 15 τρισ. δολάρια καλύπτουν την ομάδα του G10 των κορυφαίων οικονομιών του πλανήτη, εξαιρουμένης της Κίνας, της οποίας τα συνολικά μέτρα στήριξης είναι πολύ πιο δύσκολο να υπολογιστούν. Για να υπολογίσει το παραπάνω ποσό, το Reuters έχει συμπεριλάβει την αύξηση των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών από τότε που ξέσπασε η κρίση, τις νέες ενέσεις κεφαλαίου και τις δεσμεύσεις για δαπάνες από κυβερνήσεις, καθώς και τα δάνεια και τις πιστωτικές εγγυήσεις ύψους περίπου 7 τρισ.
δολαρίων. Οι κεντρικές τράπεζες θα αγοράσουν περισσότερα ομόλογα, με ορισμένες μάλιστα να μη βάζουν κανένα όριο σε αυτές τις αγορές, γεγονός που σημαίνει ότι το νούμερο των 15 τρισ. δολαρίων θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο το διάστημα από τώρα έως τα τέλη του έτους.
Δημοσιονομικά όπλα
Στο παιχνίδι όμως μπήκαν και όπλα δημοσιονομικής πολιτικής από τις μεγαλύτερες οικονομίες. Οικονομολόγοι της JP Morgan εκτιμούν ότι οι φορολογικές πολιτικές και οι δαπάνες θα εκπροσωπήσουν το 2,7% του ΑΕΠ το 2020, περισσότερο από το 2,3% του 2009. Οι ΗΠΑ έχουν δεσμευθεί με δημοσιονομικές δαπάνες ύψους 2,6 τρισ. δολ. και το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους υπολογίζεται να εκτιναχθεί γύρω στο 20% του ΑΕΠ ή και ακόμη υψηλότερα, με το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ να αγγίζει το υψηλότερο
επίπεδο στη μεταπολεμική ιστορία. Ακόμη και η Γερμανία με την εμμονή της στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς έκανε αποφασιστική στροφή, διαρρηγνύοντας παραδόσεις πολλών ετών. Τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής κυμαίνονται από τις συμβατικές δαπάνες για την υγεία και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έως τη χορήγηση απευθείας χρηματικών ποσών σε ιδιώτες στις ΗΠΑ και την καταβολή μισθών σε περισσότερους από 6
εκατ. εργαζόμενους στη Βρετανία, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας έχουν ανασταλεί προσωρινά. Οι κυβερνήσεις έχουν επίσης απαντήσει και με ημι-δημοσιονομικά μέτρα όπως οι δανειακές εγγυήσεις, οι οποίες είναι τεράστιες. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι οι ΗΠΑ έχουν χορηγήσει πιστώσεις ύψους 4 τρισ. δολ., ενώ στην Ευρωζώνη χώρες όπως η Ιταλία έχουν δεσμευθεί να εγγυηθούν δάνεια ύψους πολλών εκατοντάδων δισ. ευρώ.