«Καμπανάκι» ΓΣΕΕ για αύξηση ανεργίας στο 20% το 2020
Δυσοίωνες εκτιμήσεις για τον αντίκτυπο του Covid-19
Αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα κοντά στο 20% προβλέπει για το 2020 το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, που επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση των συνεπειών της πανδημικής κρίσης του κορονοϊού στην ελληνική αγορά εργασίας. Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προσεγγίζει τρία εναλλακτικά σενάρια ύφεσης της ελληνικής οικονομίας:
1. Στο πρώτο και ευνοϊκό σενάριο το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 4% και η ανεργία θα αυξηθεί στο 19,2% (έναντι 17,3% το 2019).
2. Στο δεύτερο και ενδιάμεσο σενάριο, το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 7% και η ανεργία θα ανέλθει στο 20,3%, σπάζοντας ξανά για πρώτη φορά μετά τη δημοσιονομική κρίση το φράγμα του 20%.
3. Στο τρίτο και απαισιόδοξο σενάριο, η ύφεση θα φτάσει στο 10% και η ανεργία θα σκαρφαλώσει στο 21,6%.
Τα αμέσως επόμενα τρίμηνα η
ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε μια νέα φάση ύφεσης και αντιμέτωπη με τους χρόνιους αναπτυξιακούς, μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς της, επισημαίνει το Ινστιτούτο, προσθέτοντας πως η επεκτατική αποτελεσματικότητα του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί, θα κριθεί από το πόσο στοχευμένη θα είναι η στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης:
των νοικοκυριών και ειδικά των πιο ευάλωτων και εκείνων που θα πληγούν περισσότερο από τις συνέπειες της ύφεσης, και
των επιχειρήσεων που είναι αντιμέτωπες με μεγάλο ρίσκο χρεοκοπίας και αναστολής της λειτουργίας τους.
Δύο παθογένειες
Οι ερευνητές αναλύουν τις ιδιαιτερότητες και τις παθογένειες του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, εστιάζοντας σε δύο σημαντικές περιοχές:
Ο τομέας των υπηρεσιών με αιχμή τον διευρυμένο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός αναπτυξιακός άξονας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος τής, εύλογα, μεγάλης ανησυχίας για τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα εξαιτίας της αναστολής της δραστηριότητας του κλάδου αυτού στο πλαίσιο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης.
Η δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το κύριο μακροοικονομικό μέγεθος που σταθεροποίησε τον πραγματικό τομέα της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κυμάνθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, καθιστώντας τον μακροοικονομικό ρόλο του συγκεκριμένου τομέα αποσταθεροποιητικό. Ενώ λοιπόν από την πλευρά των νοικοκυριών η καταναλωτική δαπάνη, και συνεπώς η εγχώρια ζήτηση, διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο μέσα από τη χρήση ιδίων
πόρων, δεν ισχύει το ίδιο για την επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Επιπλέον, το είδος των επενδύσεων που υλοποιούνται δεν συμβάλλει στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Η καταναλωτική δαπάνη, ωστόσο, εξαρτάται από το διαθέσιμο εισόδημα. «Μια μείωση της απασχόλησης και των αμοιβών και μια αύξηση της υποαπασχόλησης και των επισφαλών μορφών εργασίας θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και θα αποδομήσουν τη θετική επίδραση της καταναλωτικής δαπάνης και της εγχώριας ζήτησης στο ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα αυτό θα ενισχυθεί και από την ήδη αποφασισμένη χρονική μετάθεση της μεταβολής του κατώτατου μισθού για το 2021. Ερωτηματικό παραμένει η επέκταση εκκρεμών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας», επισημαίνουν οι μελετητές του Ινστιτούτου. Και προσθέτουν πως η πολύ πιθανή μείωση της κατανάλωσης θα προσδιορίσει όχι μόνο το βάθος της ύφεσης την τρέχουσα χρονιά, αλλά και τη χρονική έκταση και την ένταση της ανάκαμψης του ΑΕΠ από το 2021 και ύστερα.
Εργασιακό μίγμα
Το μίγμα, πάντως, που εφαρμόζεται προς το παρόν είναι μικτό:
Οι αναστολές συμβάσεων συνεχίζονται με το μέτρο της παράτασης και τον Μάιο, για το 60% των μισθωτών που είχαν τεθεί σε αναστολή, με αναλογική ειδική αποζημίωση από το κράτος έως 534 ευρώ.
Οι μισθωτοί που επιστρέφουν σε ενεργή απασχόληση μετά την οριστική ανάκληση από τον εργοδότη της αναστολής της σύμβασης εργασίας τους μπορούν να μπαίνουν στο νέο σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, ώστε να δουλεύουν κατ’ ελάχιστον δύο εβδομάδες τον μήνα, συνεχόμενα ή διακεκομμένα με τον μισό μισθό.
Από τον Ιούνιο αναμένεται να ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα στήριξης της μισθωτής απασχόλησης, με επιδότηση από 40% έως 60% στο επικρατέστερο σενάριο, της απώλειας μισθού, για όσους περνούν από πλήρη απασχόληση σε ευέλικτα σχήματα εργασίας.