Η ελληνική βιομηχανία έχασε μία πρωτοπόρο
Πρωτοπόρος, οραματίστρια με οξύ επιχειρηματικό πνεύμα, πάθος και θέληση, η αείμνηστη Καίτη Κυριακοπούλου άφησε βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική βιομηχανία. Πήρε στα χέρια της το 1970 το τιμόνι των οικογενειακών επιχειρήσεων Βωξίται Παρνασσού, Αδελφοί Ηλιόπουλοι, Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης και μετέπειτα S&B που σήμερα βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Imerys.
Με βιώματα από Ρουμανία, Γαλλία και Αγγλία, ΗΠΑ, Αίγυπτο, Νότια Αφρική και Δυτικές Ινδίες και με σπουδές στα Μαθηματικά και τη Φυσική, χαλυβδώθηκε στη διοίκηση των επιχειρήσεων κοντά στον πατέρα της ακολουθώντας πάντα την αρχή πως η επιχείρηση πέρα από οικονομική μηχανή είναι και κοινωνικός θεσμός, εμποτισμένος με αξίες. Στην Αμερική έζησε δέκα χρόνια παρακολουθώντας από κοντά την προσπάθεια της οικογένειάς της να ενισχύσει την επιχείρηση με τον κατάλληλο εξοπλισμό, που θα τον χρησιμοποιούσε όταν θα ξεκινούσε η μεταλλευτική εκμετάλλευσή τους στην Ελλάδα που έβγαινε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ανάληψη της διοίκησης της μεταλλευτικής βιομηχανίας από την κ. Κυριακοπούλου ήταν πρωτόγνωρη κίνηση για τα ελληνικά δεδομένα και η Καίτη Κυριακοπούλου, με πίστη στις δικές της δυνάμεις, κοινή λογική και διαίσθηση, ανταποκρίθηκε επιτυχώς σε αυτή την πρόκληση.
Το 2002 ο πρέσβης της Γαλλίας στην Ελλάδα Jean-Maurice Ripert απένειμε το παράσημο του Ιππότη του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής στην Καίτη Κυριακοπούλου. Διετέλεσε επίτιμος πρόεδρος του Ομίλου AEE Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης, αναγνωρισμένη προσωπικότητα σε επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο, που -σύμφωνα με το σκεπτικό της παρασημοφορήσεώς της- «συνέβαλε σημαντικά στη σύσφιγξη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Γαλλίας». Της είχε απονεμηθεί επίσης το Αριστείο του ΙΟΒΕ, σε ειδική εκδήλωση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Διέθετε το χάρισμα να χρησιμοποιεί την κοινή λογική, την αντοχή για πολλή εργασία, αλλά και αποφασιστικότητα. Στάθηκε απέναντι στην προκατάληψη σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να εισέρχονται σε υπόγεια μεταλλεία γιατί επικρατούσε η άποψη πως ήταν κακοδαιμονία, μπαίνοντας ως διευθύνουσα σύμβουλος στις στοές, καταργώντας το «άβατον» των υπογείων μεταλλείων για γυναίκες.