Αισιοδοξία ακόμα και την παραμονή του rebalancing
Ποιοι παράγοντες συντηρούν το θετικό μομέντουμ στο ελληνικό Χρηματιστήριο, σύμφωνα με τους αναλυτές
Ηδυνατότητα απορρόφησης των πιέσεων κατά τη χθεσινή σύνοδο, εν όψει μάλιστα και της αναμενόμενης αναδιάρθρωσης θεσμικών χαρτοφυλακίων σήμερα λόγω των αλλαγών στους δείκτες της MSCI, έδωσε ένα αισιόδοξο μήνυμα, σύμφωνα με τις δηλώσεις πολλών εγχώριων παραγόντων. Όπως η Eurobank Equities, που ανέφερε: «Η τάση για ανάληψη ρίσκου οδήγησε σε περαιτέρω άνοδο τις ελληνικές μετοχές, λόγω και της πρότασης της Κομισιόν, αλλά οι επενδυτές παρακολουθούν επίσης τη νέα ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας».
Η εκτίμηση της Euroxx Sec. ήταν σχετική: «Το θετικό μομέντουμ θα συνεχιστεί, οδηγούμενο από την άνοδο των διεθνών αγορών, με υψηλούς όγκους συναλλαγών. Τα αποτελέσματα των
τραπεζών για το πρώτο τρίμηνο του 2020 θα είναι στο επίκεντρο».
Η Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ εκτιμούσε: «Η ευφορία όλων των διεθνών αγορών στον απόηχο των αναγγελιών της Κομισιόν (πακέτο Next Generation EU) είναι πιθανό να έχει συνέχεια, ωθώντας ψηλότερα τον Γ.Δ., με ισχυρό το ενδεχόμενο ενδοσυνεδριακών διορθώσεων για την κατοχύρωση κερδών».
Η Leon Depolas Sec. αναφέρθηκε με αριθμούς: «Ο Γ.Δ. και ο όγκος συναλλαγών ακολουθούν ανοδική πορεία. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, αυξάνοντας το πακέτο των χορηγήσεων. Παράλληλα, και ο S&P 500 βρέθηκε σε υψηλά 12 εβδομάδων. Εκτός απροόπτου, εφικτή η άμεση προσέγγιση της περιοχής των 680 - 700 μονάδων».
Κάτι ανάλογο σημείωσε και η Merit Sec: «Πρώτο σημείο στήριξης οι 650 μονάδες και πρώτο σημείο αντίστασης οι 670 μονάδες. Η μακροπρόθεσμη τάση του δείκτη S&P 500 έχει γυρίσει σε ανοδική. Πολύ καλό νέο το πακέτο ανάκαμψης της Κομισιόν για τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες. Η Εθνική Τράπεζα και η Alpha Bank ανακοίνωσαν σήμερα (σ.σ.: χθες) αποτελέσματα πρώτου τριμήνου. Οι επενδυτές θα εστιάσουν στην πορεία των εσόδων λόγω του lockdown και κυρίως στο guidance για το cost of risk της χρονιάς. Καλά τα αποτελέσματα πρώτου τριμήνου για τα Πλαστικά Θράκης, λόγω της αύξησης της κερδοφορίας, παρά την πτώση του κύκλου εργασιών και της μείωσης του καθαρού δανεισμού κατά 1,5 εκατ.
ευρώ σε τριμηνιαία βάση».
Από το εκτενές σχόλιο του Λουκά Παπαϊωάννου (Fast Finance ΑΕΠΕΥ) ξεχώρισε η κριτική στις πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρώπη: «Η ανακοίνωση των χθεσινών (σ.σ.: προχθεσινών) μέτρων τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελεί συνέχεια της “πεπατημένης” μεθόδου ανακοινώσεων μέτρων από διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι πρώτες αντιδράσεις είναι πάντα ενθουσιώδεις, αφού για όλους και για όλα “λεφτά υπάρχουν”. Μετά αρχίζουν οι δεύτερες σκέψεις από τους θεσμούς, τα κράτη, τους πολίτες και κυρίως αυτούς που πρέπει να δώσουν τα λεφτά. Παρόμοιες, ωστόσο, μεγαλόστομες ανακοινώσεις για μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά σχέ
δια τελικά κατέληξαν άδοξα, όπως το περίφημο πακέτο Γιούνκερ ή το Ταμείο Πράσινης Ανάπτυξης της Ευρώπης. Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά και η απορροφητικότητα απογοητευτική. Γιατί, όμως, συνέβη αυτό; Διότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (πλην της ΕΚΤ) πρώτα ανακοινώνουν, μετά συζητούν, μετά διαφωνούν και στο τέλος συμβιβάζονται, έχοντας αλλάξει τελείως τις αρχικές ανακοινώσεις, προσθέτοντας στο ενδιάμεσο πολλά “αν”, “εφόσον” και “όταν”. Έτσι και τώρα, ανακοινώθηκαν μέτρα 760 δισ. ευρώ, τα μοίρασαν κιόλας ανά χώρα για να χαρούν οι νότιοι παρίες, με την Ελλάδα να “πετά στα σύννεφα” αφού της αναλογούν 32 δισ. ευρώ. Ξέχασαν, όμως, τα βασικά: Να αποφασίσουν ομόφωνα οι συμμετέχοντες για το εν
λόγω πακέτο, ενώ γνωρίζουμε ότι χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Ολλανδία και η Αυστρία δεν συμφωνούν. Να προσδιορίσουν επακριβώς πώς θα εξευρεθούν τα κεφάλαια, τη στιγμή μάλιστα που η Μεγάλη Βρετανία, χώρα με μεγάλη συμμετοχή στον προϋπολογισμό της Κομισιόν, μας αποχαιρετά. Να προσδιορίσουν τους ακριβείς όρους εκταμίευσης τόσο των ενισχύσεων όσο και των δανείων, που από την αρχική δήλωση “άνευ όρων” άρχισε σιγά αλλά σταθερά να μεταλλάσσεται στο “θα υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις”. Το καλύτερο, όμως, και πιο ενδιαφέρον (αν και κανείς δεν το συζητά) είναι ότι στις ανακοινώσεις για πρώτη φορά γίνεται λόγος για νέους φόρους ύψους 35 δισ. ευρώ ετησίως και βλέπουμε…».