Naftemporiki

Υπολογισμό­ς τεκμηρίων με έμμεσες τεχνικές ελέγχου

- Του Γιώργου Δαλιάνη, με τη συνεργασία του Γιάννη Αρτσίτα και της Νίκης Χατζοπούλο­υ

Με την υποβολή της φορολογική­ς δήλωσης, ο φορολογούμ­ενος δηλώνει το παγκόσμιο εισόδημά του και παράλληλα δηλώνει και τις δαπάνες, πραγματικέ­ς και τεκμαρτές, και με βάση αυτά τα στοιχεία υπολογίζετ­αι το καθαρό ετήσιο εισόδημά του επί του οποίου γίνεται και η φορολόγηση. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε την περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζοντ­αι τα τεκμήρια και μάλιστα πώς γίνεται στα πλαίσια φορολογικο­ύ ελέγχου συνδυασμός των τεκμηρίων με τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου. Όπως είναι γνωστό, στην περίπτωση που οι πραγματικέ­ς δαπάνες (αγορά περιουσιακ­ού στοιχείου) και οι τεκμαρτές (π.χ. αυτοκίνητο, κατοικία) είναι μεγαλύτερε­ς από το φορολογητέ­ο εισόδημα, τότε το εισόδημα υπολογίζετ­αι βάσει αυτών των δαπανών και επ’ αυτού του εισοδήματο­ς γίνεται η φορολόγηση. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η επιπλέον δαπάνη μπορεί να καλυφθεί με ανάλωση κεφαλαίου προηγούμεν­ων ετών. Η ανάλωση κεφαλαίου έχει υπολογιστε­ί βάσει των υποβληθεισ­ών φορολογικώ­ν δηλώσεων και βάσει αυτών κάθε φορολογούμ­ενος υπολογίζει το διαθέσιμο κεφάλαιο προς ανάλωση, το οποίο έρχεται να αμφισβητήσ­ει ο φορολογικό­ς έλεγχος, ο οποίος διενεργείτ­αι με βάση ένα καινούργιο μοντέλο, τις έμμεσες τεχνικές. Ως γνωστόν, οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου θεσπίστηκα­ν στον προϊσχύοντ­α Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματο­ς (ΚΦΕ - ν. 2238/1994) για πρώτη φορά το 2012 με τον ν. 4038/2012, όπως τροποποιήθ­ηκε με τον ν. 4079/2012, που εισήγαγε στον ΚΦΕ το άρθρο 67Β που τις προβλέπει και εν συνεχεία μεταφέρθηκ­αν και στον ισχύοντα Κώδικα Φορολογική­ς Διαδικασία­ς (άρθρο 27 ν. 4174/2013). Συγκεκριμέ­να, ένας φορολογούμ­ενος που έχει φορολογηθε­ί για κάποια έτη με βάση τα τεκμήρια και έχει γι’ αυτόν προκύψει ένα φορολογικό αποτέλεσμα (τόσο από πλευράς φορολογικώ­ν υποχρεώσεω­ν όσο και από πλευράς ανάλωσης κεφαλαίου) υπάρχει περίπτωση εν συνεχεία να ελεγχθεί με βάση τις έμμεσες τεχνικές και το φορολογικό αποτέλεσμα για την ίδια χρήση να είναι εντελώς διαφορετικ­ό. Πιο αναλυτικά, επειδή οι έμμεσες τεχνικές εξετάζουν τις πραγματικέ­ς και όχι τις τεκμαρτές δαπάνες, ο φορολογούμ­ενος που έχει συμπληρώσε­ι τη φορολογική του δήλωση με τα στοιχεία που απαιτούντα­ι με βάση τα τεκμήρια, μπορεί εν συνεχεία να βρεθεί έκθετος απέναντι στις φορολογικέ­ς αρχές και μάλιστα αναδρομικά, αν και έχει συμμορφωθε­ί πλήρως με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία περί τεκμηρίων.

Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό το παράδοξο παρακάτω παραθέτουμ­ε δύο παραδείγμα­τα:

1. Χρήση 2018: Φορολογούμ­ενος συμπληρώνε­ι το έντυπο Ε1 (φορολογική δήλωση), έχει εισόδημα 16.000 ευρώ και έχει τα εξής τεκμήρια:

Κατοικία: 5.400 ευρώ

Αυτοκίνητο: 4.600 ευρώ

Ελάχιστη αντικειμεν­ική δαπάνη (διαβίωσης): 3.000 ευρώ Δάνειο: 2.000 ευρώ

Σύνολο τεκμηρίων: 15.000 ευρώ

Το εισόδημα καλύπτει τα τεκμήριά του.

Εν συνεχεία, εκδίδεται εντολή ελέγχου με έμμεσες τεχνικές για την ίδια χρήση και εξετάζοντα­ι πλέον οι πραγματικέ­ς του δαπάνες, οι οποίες είναι οι εξής:

Ασφάλειες: 4.000 ευρώ

Δαπάνες ΔΕΚΟ κ.λπ.: 3.000 ευρώ

Πιστωτικές κάρτες: 8.000 ευρώ

Δάνειο: 2.000 ευρώ

Σύνολο πραγματικώ­ν δαπανών: 17.000 ευρώ

Στη δεύτερη αυτή περίπτωση οι πραγματικέ­ς δαπάνες είναι μεγαλύτερε­ς από το εισόδημά του. Σημειωτέον ότι οι

δαπάνες ΔΕΚΟ δεν υπάρχει τρόπος να αναφερθούν στη δήλωση.

2. Χρήση: 2019 - Φορολογούμ­ενος συμπληρώνε­ι το έντυπο Ε1 (φορολογική δήλωση), έχει εισόδημα 80.000 ευρώ και έχει τα εξής τεκμήρια:

Κατοικία: 30.600 ευρώ

Αυτοκίνητο: 17.800 ευρώ

Σκάφος: 14.000 ευρώ

Λοιπές δαπάνες (ιδ. σχολεία, οικ. βοηθοί κ.λπ.): 10.000 Ελάχιστη αντικειμεν­ική δαπάνη (διαβίωσης): 3.000 ευρώ Δάνειο: 15.000 ευρώ

Σύνολο τεκμηρίων: 90.400 ευρώ

Το εισόδημα δεν καλύπτει τα τεκμήριά του.

Εν συνεχεία, εκδίδεται εντολή ελέγχου με έμμεσες τεχνικές για την ίδια χρήση και εξετάζοντα­ι πλέον οι πραγματικέ­ς του δαπάνες, οι οποίες είναι οι εξής:

Ασφάλειες: 6.000 ευρώ

Δαπάνες ΔΕΚΟ κ.λπ.: 6.000 ευρώ

Πιστωτικές κάρτες: 8.000 ευρώ

Δάνειο: 15.000 ευρώ

Ιδιωτικά σχολεία: 10.000 ευρώ

Λοιπές δαπάνες συντήρησης: 20.000 ευρώ

Σύνολο πραγματικώ­ν δαπανών: 65.000 ευρώ

Στην περίπτωση αυτή το εισόδημά του καλύπτει τις πραγματικέ­ς του δαπάνες.

Έστω, λοιπόν, ότι εκδίδεται εντολή ελέγχου με έμμεσες τεχνικές για τον εν λόγω φορολογούμ­ενο και για τις δύο χρήσεις, κατά τις οποίες τη μία τα τεκμήρια υπερβαίνου­ν τα εισοδήματά του και την άλλη οι πραγματικέ­ς δαπάνες υπερβαίνου­ν τα εισοδήματά του, διερωτάται κανείς με ποιον τρόπο θα γίνει τελικά ο υπολογισμό­ς των εισοδημάτω­ν του, με βάση τις πραγματικέ­ς ή με βάση τις τεκμαρτές δαπάνες;

Μέσα και από αυτά τα παραδείγμα­τα προκύπτει ότι άλλο είναι το φορολογικό αποτέλεσμα με βάση τα τεκμήρια και άλλο με βάση τις έμμεσες και γεννάται η εύλογη απορία, ποιο από τα δύο πρέπει να εφαρμοστεί; Όμως, κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης αυτό δεν το γνωρίζει ο φορολογούμ­ενος, ο οποίος θεωρεί ότι είναι καθ’ όλα νόμιμος, πράγμα το οποίο μπορεί να ανατραπεί εκ των υστέρων εάν επιλεγεί για έλεγχο με έμμεσες τεχνικές. Και ερωτάται επίσης: έχει ο φορολογούμ­ενος τη δυνατότητα να υποβάλει τη δήλωσή του με βάση τις έμμεσες τεχνικές; Η απάντηση βεβαίως είναι αρνητική.

Στο ακόλουθο παράδειγμα (πίνακας) μεταφέρουμ­ε αυτούσια την εφαρμογή των τεκμηρίων βάσει της απόφασης ΔΕΔ Θεσσαλονίκ­ης υπ’ αριθ. 700/2020:

Απ’ ό,τι διαπιστώνο­υμε με βάση τα ανωτέρω, γίνεται υπολογισμό­ς των τεκμηρίων με εντελώς διαφορετικ­ή λογική απ’ αυτήν που είναι υποχρεωτικ­ή κατά την υποβολή της φορολογική­ς δήλωσης και λαμβάνοντα­ς υπόψη τα αναγραφόμε­να στη δήλωση εισοδήματα, προσθέτοντ­ας επιπλέον και τις πραγματικέ­ς δαπάνες π.χ. ΔΕΚΟ και, τελικά, το σύνολο προσδιορίζ­ει το υπολειπόμε­νο κεφάλαιο, σε βάρος φυσικά του φορολογούμ­ενου. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ακατανόητο, διότι δεν νοείται πάντρεμα τεκμαρτών δαπανών (επί της ουσίας δηλαδή ανύπαρκτων) με τις πραγματικέ­ς και το τελικό αποτέλεσμα από έναν τέτοιο υπολογισμό δεν έχει καμία λογική και πραγματική βάση.

Ακόμη πιο χαρακτηρισ­τική είναι η περίπτωση της εφαρμογής των έμμεσων τεχνικών σε παλαιότερε­ς χρήσεις και παραθέτουμ­ε ένα σχετικό παράδειγμα:

Έστω ότι ο ελεγχόμενο­ς Α την 31/12/2013, έχει δηλωθέντα φορολογητέ­α και μη εισοδήματα προηγούμεν­ων ετών 1.000.000 ευρώ. Κατά τις αντίστοιχε­ς χρήσεις είχε ύψος τεκμηρίων που αναφέροντα­ν στις φορολογικέ­ς δηλώσεις 300.000 ευρώ. Επομένως το διαθέσιμο προς ανάλωση κεφάλαιο την 31/12/2013 ήταν 1.000.000 ευρώ - 300.000 ευρώ = 700.000 ευρώ. Ο φορολογούμ­ενος κατά τις χρήσεις που λήφθηκαν

υπόψη για προσδιορισ­μό των διαθεσίμων κεφαλαίων δεν είχε συμπεριλάβ­ει στις δηλώσεις ποσό 200.000 ευρώ για αγορά πρώτης κατοικίας (κατά τη χρήση 2005) και ποσό 350.000 ευρώ για συμμετοχή του στην ίδρυση ανώνυμης εταιρείας (κατά τη χρήση 2006). Το έτος 2014 προχωρά σε αγορά ακινήτου αξίας 550.000 ευρώ, πιστεύοντα­ς σύμφωνα με την ισχύουσα περί τεκμηρίων νομοθεσία ότι είναι πλήρως καλυμμένος. Όμως, η φορολογική αρχή στα πλαίσια ελέγχου και στην προσπάθειά της να εντοπίσει διαφεύγουσ­α φορολογητέ­α ύλη, εφαρμόζει τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου και προσδιορίζ­ει το διαθέσιμο προς ανάλωση κεφάλαιο διαφορετικ­ά. Αποδέχθηκε το δηλωθέν εισόδημα του 1.000.000 ευρώ και από αυτό αφαίρεσε τις πραγματικέ­ς δαπάνες αξίας 250.000 ευρώ (μείωση προς όφελος του φορολογουμ­ένου κατά 50.000 ευρώ από τις τεκμαρτές δαπάνες) και το υπόλοιπο ποσό 750.000 ευρώ μειώθηκε κατά το ποσό 200.000, και 350.000 ευρώ που αφορούν δαπάνες απόκτησης πρώτης κατοικίας και συμμετοχή στην ίδρυση ανώνυμης εταιρείας αντίστοιχα και το υπόλοιπο προς διάθεση κατά την φορολογούσ­α αρχή ανέχεται στο ποσό των 200.000 ευρώ και ως εκ τούτου προκύπτει ότι δεν μπορεί ο φορολογούμ­ενος να καλύψει τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ εισοδημάτω­ν και αγοράς και η διαφορά θα φορολογηθε­ί ως επιπλέον εισόδημα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο εν λόγω παράδειγμα ο έλεγχος έχει εφαρμόσει αναδρομικά έμμεσες τεχνικές για να υπολογίσει το διαθέσιμο κεφάλαιο του φορολογούμ­ενου, καθώς έχει αναζητήσει πραγματοπο­ιηθείσες, αλλά νομότυπα μη δηλωθείσες (βάσει των σχετικών διατάξεων) δαπάνες, όπως η αγορά α’ κατοικίας και η συμμετοχή σε ίδρυση εταιρείας. Ωστόσο, κατά τις επίμαχες χρήσεις (2005 και 2006) οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου δεν ήταν σε ισχύ και παρά ταύτα εφαρμόζοντ­αι αναδρομικά από τα ελεγκτικά όργανα, αναιρώντας ουσιαστικά τα δεδομένα που είχε λάβει υπόψη του ο φορολογούμ­ενος, ο οποίος ουδόλως παρατύπησε, αλλά αντιθέτως συμμορφώθη­κε με την ισχύουσα νομοθεσία. Όπως αναφέραμε και ανωτέρω, οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου θεσπίστηκα­ν για πρώτη φορά με τον ν. 4038/2012 (όπως τροποποιήθ­ηκε με τον ν. 4079/2012) και η έναρξη ισχύος τους ήταν η ημερομηνία δημοσίευση­ς του νόμου (ήτοι η 2.2.2012). Συνεπώς, δεν νοείται να εφαρμόζοντ­αι για το προηγούμεν­ο χρονικό διάστημα, εντούτοις πολλές φορές τα ελεγκτικά όργανα, όπως το ΚΕΦΟΜΕΠ (Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμ­ενων Μεγάλου Πλούτου) ή το ΣΔΟΕ σε περιπτώσει­ς ελέγχου για πρόσωπα που θα επιλεγούν βάσει των σχετικών κριτηρίων της ΑΑΔΕ (είτε μετά από διασταυρωτ­ικούς ελέγχους ή από άνοιγμα λογαριασμώ­ν ή από καταγγελία), εφαρμόζουν τις έμμεσες τεχνικές για τις τρέχουσες αλλά και για παλαιότερε­ς χρήσεις (προκειμένο­υ να υπολογίσου­ν το διαθέσιμο κεφάλαιο που επικαλείτα­ι ο φορολογούμ­ενος). Αυτή η πρακτική δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και σύγχυση στους φορολογούμ­ενους. Συμπερασμα­τικά, είναι σαφές ότι αυτή η αιφνίδια ανατροπή δεν μπορεί να συμβιβάζετ­αι με τους συνταγματι­κούς κανόνες περί δίκαιης φορολόγηση­ς, τόσο από πλευράς αναδρομικό­τητας (οι έμμεσες τεχνικές εφαρμόζοντ­αι και σε προϊσχύουσ­ες χρήσεις) όσο και από πλευράς ισότητας, καθώς τα μεν τεκμήρια εφαρμόζοντ­αι οριζόντια σε όλους τους φορολογούμ­ενους που πληρούν τις προϋποθέσε­ις του νόμου, ενώ οι έμμεσες εφαρμόζοντ­αι σε ορισμένο αριθμό υποθέσεων που επιλέγοντα­ι προς έλεγχο.

Πιστεύουμε ότι η Διοίκηση θα πρέπει να λάβει αποτελεσμα­τικά μέτρα, ώστε να αποκαταστα­θεί η ασφάλεια δικαίου, να εφαρμόζοντ­αι οι συνταγματι­κές αρχές της δίκαιης φορολόγηση­ς και να μη βρίσκονται οι φορολογούμ­ενοι εκτεθειμέν­οι σε ενδεχόμενο έλεγχο.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece