Μετά την πανδημία
Ηπρόσφατη παγκόσμια τραγική πανδημία του κορονοϊού, η οποία ακόμη δυστυχώς, όπως είναι γνωστό, δεν έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, αναγκαστικά οδηγεί τους λαούς, πλην ολίγων αμετανόητων ιστορικά, σε αναθεωρήσεις αξιών, αντιλήψεων, συμπεριφορών και δογμάτων. Ενδεικτικά, παραθέτουμε χαρακτηριστικές αντίστοιχες προσαρμογές στη νέα πραγματικότητα, όπως: α) Από τον αφορισμό κάθε κρατικής παρέμβασης στη λειτουργία της οικονομίας, παρακολουθήσαμε την κάλυψη και ορθά, από το κράτος, του συνόλου ή μέρους της μισθολογικής δαπάνης των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την οικονομική κρίση, την οποίαν επέφερε η πανδημία. β) Από την προβολή των πλεονεκτημάτων των ιδιωτικοποιήσεων, φθάσαμε στην επίκληση της Ένωσης των Γάλλων Βιομηχάνων προς την κυβέρνησή τους να εθνικοποιήσει όσες επιχειρήσεις πλήττονται σοβαρά από τον Covid-19. γ) Από την πλήρη κατάργηση των εθνικών συνόρων της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», είδαμε το κλείσιμο αυτών ή αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους και «μάχες» για την προμήθεια υγειονομικού υλικού, παραβιάζοντας εμπορικές συναλλακτικές διαχρονικές αρχές. δ) Υψώθηκαν τείχη, προκειμένου να ανακόψουν την επέλαση του θανατηφόρου ιού, σε απελπισμένους μετανάστες, ακόμη και κεφαλαίων τους. ε) Επίσης, και ο πολύ ευαίσθητος και σημαντικός τομέας του τουρισμού, με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του, όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και της ψυχικής υγείας των ανθρώπων, αλλάζει κανόνες, αποτρέποντας σε πολλές περιπτώσεις τις μετακινήσεις κ.ά.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, μεταξύ των άλλων, κυρίως, η οικονομική «κανονικότητα», όπως τουλάχιστον μέχρι σήμερα γνωρίζαμε, μεταβάλλεται αισθητά.
Ο περιορισμός κινήσεων των πληθυσμών, που κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως δεν θ' απαιτηθεί να επιβληθεί και πάλι, η αυστηροποίηση όρων και προϋποθέσεων λειτουργιάς των επιχειρήσεων και του εμπορίου, η ανάδειξη μεγαλύτερης ανάγκης επέκτασης των ηλεκτρονικών παραγγελιών και της ρομποτικής παραγωγής, αλλά και της παροχής υπηρεσιών της, η μεγαλύτερη ανάγκη περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της προστασίας του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την επακόλουθη οικονομική και κοινωνική κρίση, συνθέτουν, γενικά και διαβαθμισμένα βέβαια, το νέο τοπίο που προβάλλει μετά τον τυφώνα της πανδημίας στην παγκόσμια κοινότητα.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ούτε τα χιλιάδες φέρετρα των θυμάτων της πανδημίας δεν συγκινούν κάποιες κυβερνήσεις του κοινοτικού Βορρά, για τις οποίες η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εξαντλείται στη χορήγηση δανείων με δεσμεύσεις και επιτόκια υψηλότερα εκείνων που οι ίδιες απολαμβάνουν, και μόνο με πίεσή τους θα βοηθηθούν οι ασθενέστεροι οικονομικά εταίροι τους.
Καθώς, όμως, τέτοιες συμπεριφορές δεν λησμονούνται, θα πρέπει ν' αναμένεται, δικαιολογημένα πλέον, ανεξάρτητα των όσων ακολουθήσουν, ο ευρωσκεπτικισμός να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, με το πολύ λογικό πλέον δίλημμα: «Διάλυση ή επανίδρυση της Ε.Ε., σε νέες βάσεις, στο πνεύμα των ιδρυτών της».
Αντίθετα, στα κράτη που ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή είναι διακριτός, όπως στη χώρα μας και όχι μόνο, η επιδημιολογική κρίση ανέδειξε περισσότερο την ανάγκη αναβάθμισης της δημόσιας υγεί
ας, ως ύψιστο κοινωνικό αγαθό, γεγονός για το οποίο μπορούμε να είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι και αισιόδοξοι.
Όμως, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο στις διεθνείς επιπτώσεις των επιδημιολογικών συνεπειών στην παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα σε κάθε εύθραυστο και αδύναμο οικονομικό περιβάλλον, όπως το δικό μας, τη στιγμή μάλιστα που προσπαθούσαμε να ανακάμψουμε, μετά από πολυετή ατυχή πειραματική μνημονιακή ύφεση, που διόγκωσε τα χρέη μας και στέρησε πολύτιμο οξυγόνο στον παραγωγικό ιστό μας, μάλιστα, κάτω από συνεχείς εθνικές απειλές μας, ατυχώς, με τους συμμάχους και κοινοτικούς εταίρους μας να περιορίζονται -στην καλύτερη περίπτωση- σε λεκτική μόνο στήριξή μας, πλην ελάχιστης έμπρακτης συμβολικής προσφοράς τους.
Στην παρούσα αποτύπωση των σκέψεων και προβληματισμών μου, δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω και ν' αναλύσω τις από μακρού υποχρεώσεις της Ε.Ε., εξαιτίας της μακρόχρονης γενικότερης οικονομικής κρίσης των χωρών της, τύπου σχεδίου «Μάρσαλ», αλλά και της ίδρυσης κοινωνικού φορέα πολιτικών δημοσίας υγείας, για τη διαχείριση πανδημιών, που στις ημέρες μας αποδείχτηκε αισθητή η απουσία του.
Ακόμη, δυστυχώς, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση προτάθηκε από την Κομισιόν η ενίσχυση των οικονομιών της Ε.Ε. που επλήγησαν από τον Covid-19, που ευχόμαστε και ελπίζουμε να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, δεδομένου -και γίνεται αυτό αντιληπτό- πως όποια περαιτέρω καθυστέρηση υλοποίησής της επιδρά δυσμενώς στην ανάταξη των οικονομιών των χωρών που επλήγησαν από την πανδημία.
Σε εθνικό επίπεδο, εκτιμώ πως συνεχίζεται από την πολιτεία κάθε δυνατή προσπάθεια αντιμετώπισης των παθογενειών του παρελθόντος μας προς τη σωστή κατεύθυνση, στα πλαίσια βέβαια των δυνατοτήτων μας, με κύριους στόχους, που πρέπει να είναι η συγκράτηση της ανεργίας, η ενίσχυση των επιχειρήσεων και του τουρισμού μας, αλλά και κυρίως της βιομηχανίας και μεταποίησης, και βέβαια της ελληνικής κοινωνίας.
Στην προσπάθεια αυτή συμμετέχουν αποτελεσματικά -ως οφείλουν θεσμικά- τα επιμελητήριά μας, εκτιμώντας πως ανταποκρίνονται στον ρόλο και προορισμό τους, συμβολή που είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε, λόγω των υφιστάμενων συγκυριών.
Η γενικότερη όμως επιτυχία κάθε προσπάθειας, κάθε πολιτείας, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί -στον επιθυμητό τουλάχιστον βαθμό- χωρίς να επικρατεί στη χώρα πραγματική εθνική ομοψυχία, κοινωνική ειρήνη και βέβαια, στις παρούσες συνθήκες, ιδιαίτερα, ενσυνείδητη πειθαρχία ολόκληρης της κοινωνίας στον τομέα της υγείας, αφού η μη τήρηση των σχετικών κανόνων απειλεί σοβαρά όχι μόνο εμάς τους ίδιους αλλά και τους γύρω μας, με άμεση συνέπεια επέκτασης της νόσου και τον ακόμη μεγαλύτερο κλονισμό της οικονομίας, με τις γνωστές περαιτέρω συνέπειες.
Στο τελευταίο αυτό καίριο σημείο, εκτιμώ πως ήρθε πλέον ο καιρός και οι περιστάσεις να δεχθούμε φιλότιμα την ατομική μας ευθύνη, οφείλοντας ν' αντιληφθούμε πως η τήρηση οποιουδήποτε μέτρου, για το καλό του κοινωνικού συνόλου και κατ' επέκταση για εμάς τους ίδιους, δεν πρέπει να εξαρτάται και να επηρεάζεται από τον φόβο των συνεπειών της μη εφαρμογής του, αλλά να πηγάζει από αλληλοσεβασμό και αντιληπτικότητα, καθώς και από το υψηλό επίπεδο πολιτισμού, που η ιστορία μας επιβάλλει να διακρινόμαστε.