Στο 1,5% η αύξηση του ωριαίου κόστους εργασίας
Σαφώς κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. κινήθηκε η αύξηση του συνολικού ωριαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα το πρώτο τρίμηνο του 2020 και σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Εurostat, το συνολικό κόστος εργασίας, που περιλαμβάνει το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος, αυξήθηκε την παραπάνω περίοδο στη χώρα μας κατά 1,5%, έναντι μέσων αυξήσεων 3,4% στην Ευρωζώνη και 3,7% στο σύνολο της Ε.Ε.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση στην Ελλάδα ήταν μικρότερη από τις άλλες πρώην μνημονιακές χώρες. Στην Πορτογαλία η αύξηση ήταν 6,5%, στην Κύπρο 4,4% και στην Ιρλανδία 2,9%, ενώ στην Ισπανία η αύξηση ήταν 3,8%.
Αναφορικά με το μισθολογικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει τους μισθούς, τα πριμ, καθώς και τα έξοδα που καλύπτει ο εργοδότης και έχουν άμεση σχέση με την εργασία (καύσιμα, εταιρικά αυτοκίνητα, γεύματα κ.λπ.), το πρώτο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκε στην Ελλάδα (σε ονομαστικές τιμές) αύξηση 2,4% σε ετήσια βάση. Στην Ευρωζώνη σημειώθηκε μέση αύξηση 3,4% και στην Ε.Ε. 3,7%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν σε Λιθουανία, Σλοβακία, Αυστρία και Πορτογαλία.
Σχετικά με το μη μισθολογικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει τις εισφορές των εργοδοτών και τη φορολογία στην εργασία, στην Ελλάδα μειώθηκε την παραπάνω περίοδο κατά 1%. Η χώρα μας, μάλιστα, ήταν η μοναδική στην οποία υποχώρησε το μη μισθολογικό κόστος, δεδομένου ότι στην Ευρωζώνη αυξήθηκε 3,6% και στην Ε.Ε. 3,7%.
Βασικά συμπεράσματα από τα χθεσινά στοιχεία είναι ότι σε χώρες με υγιή δημοσιονομικά και σημαντικά πλεονάσματα, όπως οι Γερμανία, Ολλανδία και Αυστρία, καταγράφηκαν σημαντικές αυξήσεις μισθών. Αυξήσεις, επίσης, σημειώθηκαν και στις περισσότερες ανατολικές χώρες, οι οποίες μειώνουν το χάσμα που υπήρχε με τα κράτη - μέλη της Δυτικής Ευρώπης σε σχέση με το εργατικό κόστος.